τυπόω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />figurer ; <i>p. ext.</i> former, façonner d'après un modèle <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[τύπος]].
|btext=[[τυπῶ]] :<br />figurer ; <i>p. ext.</i> former, façonner d'après un modèle <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[τύπος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 21:41, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυπόω Medium diacritics: τυπόω Low diacritics: τυπόω Capitals: ΤΥΠΟΩ
Transliteration A: typóō Transliteration B: typoō Transliteration C: typoo Beta Code: tupo/w

English (LSJ)

A form by impress, κόνιν τυπόων Nonn. D. 6.21:—Pass., γράμμα τυπωθέν Maiist.28.
2 impress, stamp, ἐπιστολὴν σφραγῖδι App.Hann.51; σφραγῖδες τ. κηρόν Ph.1.326; σφραγὶς τ. εἴδη ib.47:—Med. or Pass., to be stamped with an impression, metaph. of perception, Zeno Stoic.1.39, cf.PMag.Lond.121.562.
3 stamp a coin, Poll.3.86; τοῦ νομίσματος ἐπὶ μὲν θατέρου Ἄμμωνα.. ἐτύπωσαν Suid. s.v. Βάττου σίλφιον:—Pass., ἀὴρ φθόγγοις ἐνάρθροις τυπωθείς Plu.2.589c, cf. Theophrastus Sens.50.
4 seal up, PGiss.54.14 (iv A. D.).
II form, mould, model, τυποῦσι [θνητὰ γένη] θεοί Pl.Prt. 320d:—in Med., ἡ πειθὼ τὴν ψυχὴν ἐτυπώσατο Gorg.Hel.13; Κύπριδος παῖδα τυπωσάμενος AP12.56 (Mel.), cf. 15.51 (Arch.):—Pass., receive a form, be modelled, of sculpture, opp. painting, τὰ γεγραμμένα καὶ τὰ τετυπωμένα Pl.Sph.239d; μιμήματα τυπωθέντα ἀπὸ.. Id.Ti.50c; τοῦ τυποῦντος καὶ τοῦ τυπουμένου Plu.2.1024c; of the foetus, Sor.1.43, cf. 82; τυπωθεὶς χαλκός Supp.Epigr.3.441 (Stratos).
2 Pass., of diseases, assume a certain type (cf. τύπος VII. 3), Gal.7.463, al.; of treatment, Id.6.92.
III ordain, decree, PLond.ined.2142 (iv A. D.), Cod.Just.1.3.38.6 (Pass.), PMasp.353.14 (vi A. D.).
IV execute in due form, POxy.67.11 (Pass., iv A. D.), PLips.35.19 (Pass., iv A. D.).

French (Bailly abrégé)

τυπῶ :
figurer ; p. ext. former, façonner d'après un modèle en gén.
Étymologie: τύπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυπόω [τύπος] ook med. vorm geven, modelleren.

German (Pape)

einen Eindruck, Abdruck machen, eindrücken, prägen, überhaupt formen, gestalten; τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον, Plat. Prot. 320d; τὰ γεγραμμένα καὶ τὰ τετυπωμένα, Soph. 239d; bes. nachbilden; pass. einen Eindruck empfangen, annehmen, ἀὴρ φθόγγοις ἀνάρθροις τυπωθείς, die Luft, welche von unartikulierten Tönen Eindrücke empfangen hat, Plut. gen. Socr. 20 M.; auch med., τυπωσάμενος Ἔρωτα, Mel. 11 (XI.56).

Russian (Dvoretsky)

τῠπόω: (реже med.) придавать форму, формировать: τὸ τυποῦν καὶ τὸ τυπούμενον Plut. образующее и образуемое, т. е. форма и материя; μιμήματα τυπωθέντα ἀπό τινος Plat. изображения, воспроизведенные с чего-л.; τὰ τετυπωμένα Plat. изваяния; τυπώσασθαι θῆρα Anth. изваять животное; ἀὴρ φθόγγοις τυπωθείς Plut. звуковые колебания воздуха.

Spanish

quedar marcado con una impresión

Greek Monotonic

τῠπόω: μέλ. τυπώσω, σχηματίζω, διαπλάθω, κατασκευάζω πρότυπο, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπόω: μέλλ. -ώσω, σχηματίζω διὰ πιέσεως, κόνιν τυπόων Νόνν. Δ. 6. 21. 2) σφραγίζω, ἐπιστολὴν σφραγῖδι Ἀππ. Ἁνν. 51. 3) τυπώνω νόμισμα, «λέγοιτο δ’ ἂν κόψαι νόμισμα, ἐνσημήνασθαι, τυπῶσαι, ἐντυπῶσαι, ἐντυπώσασθαι» Πολυδ. Γ΄, 86. - Παθ., ἀὴρ φθόγγοις ἁνάρθροις τυπωθεὶς Πλούτ. 2. 589C, πρβλ. Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 50. ΙΙ. σχηματίζω, πλάττω, θεοὶ τυποῦσι θνητὰ γένη Πλάτ. Πρωτ. 320D, πρβλ. Θεαίτ. 194Β· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Κύπριδος παῖδα τυπωσάμενος Ἀνθ. Π. 12. 56, πρβλ. 15. 51. - Παθ., σχηματίζομαι κατά τινα τύπον, σχηματίζομαι, μορφοῦμαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γράφομαι, τὰ γεγραμμένα καὶ τὰ τετυπωμένα Πλάτ. Σοφιστ. 239D· μιμήματα τυπωθέντα ἀπό... ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 50C· τοῦ τυποῦντος καὶ τυπουμένου Πλούτ. 2. 1024C. 2) ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ νόσων, λαμβάνω ὡρισμένον τινὰ τύπον, Γαλην.· πρβλ. τύπος ΙΙ. 8. ΙΙΙ. διατάττω, ὁρίζω, τυπῶσαι τὴν ποσότητα τῶν χρημάτων Ἰω. Μαλάλ. σ. 112, 22., 113, 1., 225, 10, κλπ.

Middle Liddell

to form, mould, model, Plat.: so in Mid., Anth.

Léxico de magia

en v. med. quedar marcado con una impresión un medium en una licnomancia ἔμβηθι αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχήν, ἵνα τυπώσηται τὴν ἀθάνατον μορφὴν ἐν φωτὶ κραταιῷ καὶ ἀφθάρτῳ entra en su alma, para que reciba la impronta de la forma inmortal en una luz poderosa e incorruptible P VII 562