ἀπονέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(13_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπονέω''': ([[ἄπονος]]) εἶμαι [[ἄνευ]] πόνου, ὀδύνης, [[ὑγιαίνω]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.<br />μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. [[ἀπορρίπτω]] βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.
}}
}}

Revision as of 09:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέω Medium diacritics: ἀπονέω Low diacritics: απονέω Capitals: ΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: aponéō Transliteration B: aponeō Transliteration C: aponeo Beta Code: a)pone/w

English (LSJ)

(A),

   A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο A.R.1.364.
ἀπονέω (B), (ἄπονος)

   A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.

German (Pape)

[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.