ὑποθέω: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotheo | |Transliteration C=ypotheo | ||
|Beta Code=u(poqe/w | |Beta Code=u(poqe/w | ||
|Definition=fut. -θεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[make a secret attack]], ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.''P.''2.84.<br><span class="bld">2</span> [[cut in before]], in running a race, [[supplant]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. ''Or.''26.317b.<br><span class="bld">II</span> of dogs, [[run in too hastily]], X.''Cyn.''3.8. | |Definition=fut. -θεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[make a secret attack]], ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.''P.''2.84.<br><span class="bld">2</span> [[cut in before]], in running a race, [[supplant]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. ''Or.''26.317b.<br><span class="bld">II</span> of dogs, [[run in too hastily]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:56, 7 November 2024
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84.
2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b.
II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ὑποθῶ :
1 t. d'astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθέω: (fut. ὑποθεύσομαι)
1 нападать врасплох или из засады (ποτὶ ἐύρόν Pind.);
2 выбегать вперед, обгонять, опережать Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
English (Slater)
ὑποθέω run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Greek Monolingual
Α
1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως
2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια
3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑποθέω: μέλ. —θεύσομαι,
1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ.
2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω, υποσκελίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run in under, make a secret attack, Pind.
2. to run in before, to supplant, Ar.
II. of dogs, to run in too hastily, Xen.