διεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(13_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[ἐγείρω]]), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[ἐγείρω]]), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).
}}
{{ls
|lstext='''διεγείρω''': ἐντελῶς [[ἐξεγείρω]], Ἱππ. 1237, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 47. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 3. 34· Ἐπ. ἀόρ. παθ. διέγρετο, Ἀνθ. Π. 5. 275. ΙΙ. [[προτείνω]], τὸν αὐχένα Ἠλιόδ. 4. 4.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγείρω Medium diacritics: διεγείρω Low diacritics: διεγείρω Capitals: ΔΙΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: diegeírō Transliteration B: diegeirō Transliteration C: diegeiro Beta Code: diegei/rw

English (LSJ)

   A wake up, Anaxipp.1.47, J.AJ8.13.7, Hdn.2.1.5; stir up, arouse, LXX 2 Ma.7.21; excite, promote, αὔξησιν φυτοῦ Gp.9.3.7:—Pass., Hp.Ep.15, Arist.Pr.876a22, LXXEs.11.11, Ph.2.485, Longus 2.35; to be raised up from a sick-bed, AP11.171 (Lucill.); Ep. aor. διέγρετο ib.5.274 (Paul. Sil.).    II raise, τὸν αὐχένα Hld. 4.4; χώματα J.BJ6.1.1, 6.2.7:—Pass., πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXXJu.1.4; τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγειρεσθε μἐσον Procop.Gaz.ἠθοπ.ποιμένος p.137B.

German (Pape)

[Seite 617] (s. ἐγείρω), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).

Greek (Liddell-Scott)

διεγείρω: ἐντελῶς ἐξεγείρω, Ἱππ. 1237, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 47. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 3. 34· Ἐπ. ἀόρ. παθ. διέγρετο, Ἀνθ. Π. 5. 275. ΙΙ. προτείνω, τὸν αὐχένα Ἠλιόδ. 4. 4.