ῥύαξ: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[stream of lava]]
|woodrun=[[stream of lava]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ακος Ἀπό τό [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 16:55, 10 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύαξ Medium diacritics: ῥύαξ Low diacritics: ρύαξ Capitals: ΡΥΑΞ
Transliteration A: rhýax Transliteration B: rhyax Transliteration C: ryaks Beta Code: r(u/ac

English (LSJ)

[ῠ], ᾱκος, ὁ, (ῥέω)
A rushing stream, mountain torrent, Th.4.96, Dsc.3.51, prob. in OGI335.111 (Pergam., ii B.C.).
2 esp. stream of lava from a volcano, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Th.3.116, cf. Pl. Phd.111e, 113b, Arist.Mir.833a17, Theophrastus De Lapidibus 22; ὁ καλούμενος ῥ. D.S.14.59.
3 metaph., ῥ. ἀργύρου γενέσθαι Id.5.35.
4 of dolphins, etc., ἔχει οἷον ῥ. δύο ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ two flow-holes, Arist.HA504b24.

German (Pape)

[Seite 850] ακος, ὁ, jeder hervorbrechende Quell, Strom; bes. der Feuerstrom, der sich aus feuerspeienden Bergen ergießt, Lavastrom, Heind. Plat. Phaed. 111 e 113 b; τοῦ πυρός, Thuc. 3, 116. 4, 96 u. Sp.; auch übertr., Arist. H. A. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 torrent formé par les pluies;
2 courant de lave ou de matières enflammées.
Étymologie: ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥύαξ: ᾱκος ὁ
1 поток Thuc.;
2 огненный поток, лава Plat.;
3 (у китов), молочный проток Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύαξ: -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) ῥεῦμα ὁρμητικόν, ῥύαξ τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) μάλιστα δὲ ῥεῦμα λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ οἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3.

Greek Monotonic

ῥύαξ: [ῠ],-ᾱκος, ὁ (ῥέω), ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος, σε Θουκ.· ὁ ῥύαξ τοῦ πυρός, λέγεται για ρεύμα, ποτάμι λάβας, ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.

Frisk Etymological English

ῥυάχετος See also: s. ῥέω.

Middle Liddell

ῥύαξ, ᾱκος, [ῥέω]
a rushing stream, a torrent, Thuc.; ὁ ῥ. τοῦ πυρός, of a stream of lava, Thuc.

Frisk Etymology German

ῥύαξ: ῥυάχετος
{rhúaks}
See also: s. ῥέω.
Page 2,663

English (Woodhouse)

stream of lava

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ακος Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.