θυμιάω: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες θυμιῶσι τὸ [[λήδανον]] Her. 3, 112; θυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ [[σπέρμα]] θυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ θυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐθυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; θυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες θυμιῶσι τὸ [[λήδανον]] Her. 3, 112; θυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ [[σπέρμα]] θυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ θυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐθυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; θυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θῡμιάω''': Ἰων. ἀόρ. ἐθυμίησα, Ἡρόδ. - Μέσ., Ἰων. μέλλ. -ήσομαι Ἱππ. 646. 2: ἀόρ. ἐθυμιησάμην ὁ αὐτ. 565. 40., 657. 20. - Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Διοσκ. 1. 83: ἀόρ. ἐθυμιάθην [[αὐτόθι]] 82˙ ([[θῦμα]], θύω). Καίω [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παραγάγω καπνόν, θ. τὴν στύρακα Ἡρόδ. 3. 107˙ θ. [[λήδανον]], λιβανωτόν, [[καίω]] αὐτὰ ὡς [[θυμίαμα]] ἢ ὡς προσφορὰν θυμιάματος, ὁ αὐτ. 3. 112., 6. 97˙ θυμιάματα ὁ αὐτ. 8. 99˙ λιβάνου δάκρυα Πίνδ. Ἀποσπ. 87. 2: - ἀπολ., [[καίω]] [[θυμίαμα]], «θυμιάζω», Ἕρμιππ. ἐν Ἀρτ. 1˙ ὁ ἱερεὺς θυμιάτω Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3641b. 19˙ τινί, εἰς τιμήν τινος, Ἀθήν. 289F καὶ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 51. - Παθ., καίομαι, τὸ [[σπέρμα]] τῆς καννάβιος θυμιῆται (Ἰων. ἀντὶ -ᾶται) Ἡρόδ. 4. 76˙ [[λίθος]]... τεθυμιαμένος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 538˙ θυμιώμενα καιόμενα, Πλάτ. ἐν Τιμ. 66D ὡς καπνὸς [[παρέρχομαι]], ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28. 2) [[καπνίζω]], διὰ καπνοῦ [[καθαρίζω]], ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., θυμιώμεναι μέλισσαι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 40, 4. ΙΙ. ἀμετάβ., [[καπνίζω]], [[ἐκβάλλω]] καπνόν, ἄνθρακες θυμιῶντες Θεόφρ. π. Πυρὸς 75. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion.aor.
A ἐθυμίησα Hippon.92, Hdt.6.97:—Med., Ion.fut. -ήσομαι Hp.Mul.2.126: aor. ἐθυμιησάμην ib.146, Nat.Mul.7 (but -ασάμην Morb.2.27):—Pass., fut. -ᾱθήσομαι Dsc.1.68.6: aor. ἐθυμιάθην ib.5:—burn so as to produce smoke, θ. τὴν στύρακα Hdt.3.107; λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα Id.6.97; θυμιήματα Id.8.99; λιβάνου δάκρυα Pi.Fr.122.4: abs., burn incense, Hermipp.8, Men.Sam.264, LXX 4 Ki.22.17, al., OGI352.37 (ii B.C.), etc.; τινι in honour of any one, Ath.7.289f:—Med., Ael. VH12.51:—Pass., to be burnt, [τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος] θυμιᾶται (v.l. -ῆται) Hdt.4.75; λίθος . . τεθυμιαμένος Ar.Fr.635; pass off in fumes, Arist.Mete.362a11; θυμιωμένων τινῶν Pl.Ti.66d. 2 smoke, fumigate, τί τινι PMag.Par.1.2970:—Med., Hp.ll.cc.:—Pass., θυμιώμεναι μέλισσαι Arist.HA623b20. II intr., smoke, ἄνθρακες θυμιῶντες Thphr.Ign.75.
German (Pape)
[Seite 1223] 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες θυμιῶσι τὸ λήδανον Her. 3, 112; θυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ σπέρμα θυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ θυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐθυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; θυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιάω: Ἰων. ἀόρ. ἐθυμίησα, Ἡρόδ. - Μέσ., Ἰων. μέλλ. -ήσομαι Ἱππ. 646. 2: ἀόρ. ἐθυμιησάμην ὁ αὐτ. 565. 40., 657. 20. - Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Διοσκ. 1. 83: ἀόρ. ἐθυμιάθην αὐτόθι 82˙ (θῦμα, θύω). Καίω οὕτως ὥστε νὰ παραγάγω καπνόν, θ. τὴν στύρακα Ἡρόδ. 3. 107˙ θ. λήδανον, λιβανωτόν, καίω αὐτὰ ὡς θυμίαμα ἢ ὡς προσφορὰν θυμιάματος, ὁ αὐτ. 3. 112., 6. 97˙ θυμιάματα ὁ αὐτ. 8. 99˙ λιβάνου δάκρυα Πίνδ. Ἀποσπ. 87. 2: - ἀπολ., καίω θυμίαμα, «θυμιάζω», Ἕρμιππ. ἐν Ἀρτ. 1˙ ὁ ἱερεὺς θυμιάτω Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3641b. 19˙ τινί, εἰς τιμήν τινος, Ἀθήν. 289F καὶ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 51. - Παθ., καίομαι, τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος θυμιῆται (Ἰων. ἀντὶ -ᾶται) Ἡρόδ. 4. 76˙ λίθος... τεθυμιαμένος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 538˙ θυμιώμενα καιόμενα, Πλάτ. ἐν Τιμ. 66D ὡς καπνὸς παρέρχομαι, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28. 2) καπνίζω, διὰ καπνοῦ καθαρίζω, ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., θυμιώμεναι μέλισσαι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 40, 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καπνίζω, ἐκβάλλω καπνόν, ἄνθρακες θυμιῶντες Θεόφρ. π. Πυρὸς 75.