πώγων: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(13_6a) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ωνος, ὁ, der <b class="b2">Bart</b>; Ar. Ach. 120 u. öfter; πώγωνα καθιέναι, ihn wachsen lassen, Eccl. 100; daher πώγωνα βαθὺν καθειμένος, Luc. pisc. 11 u. A.; πώγωνα ἔχειν, Her. 1, 175; φύειν, 8, 104; auch bei Thieren, Arist. H. A. 2, 1; Luc. philops. 5; u. übertr., φλογός, Feuerschweif, Aesch. Ag. 297, wie πυρὸς [[πώγων]], Eur., bei Phot. ἀναφορὰ [[πυρός]] erkl.; an Pfeilen der Widerhaken, Poll. 7, 158; – dah. auch ein Meteor, eine bartähnliche, feurige Lufterscheinung, Schol. Plat. p. 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ωνος, ὁ, der <b class="b2">Bart</b>; Ar. Ach. 120 u. öfter; πώγωνα καθιέναι, ihn wachsen lassen, Eccl. 100; daher πώγωνα βαθὺν καθειμένος, Luc. pisc. 11 u. A.; πώγωνα ἔχειν, Her. 1, 175; φύειν, 8, 104; auch bei Thieren, Arist. H. A. 2, 1; Luc. philops. 5; u. übertr., φλογός, Feuerschweif, Aesch. Ag. 297, wie πυρὸς [[πώγων]], Eur., bei Phot. ἀναφορὰ [[πυρός]] erkl.; an Pfeilen der Widerhaken, Poll. 7, 158; – dah. auch ein Meteor, eine bartähnliche, feurige Lufterscheinung, Schol. Plat. p. 249. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:02, 5 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A beard, πώγωνα μέγαν ἴσχει Hdt.1.175; φύει π. grows a beard, Id.8.104; πώγωνα καθεῖναι to let it grow, Ar.Ec.99; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; βαθὺν π. καθειμένος Luc. Philops.5, cf. Pisc.11, Plu.Ant.18; π. ποδήρης καθεῖται Id.2.52c; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος just beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν, Chrysipp.Stoic.3.198, Plu. 2.52c (Pass.). 2 of animals, π. [ἱππελάφου] Arist.HA498b34; of the fish τράγος, Clearch.73; beard of the cock sparrow, Arist.HA613a31, cf. Clytus 1, etc.; wattles of a cock, Ammon.Diff. s.v. κάλλαια; growth under the chin of a serpent, Philum.Ven.30.2. 3 in plants, Gal.12.420, dub.l.in Thphr.HP6.4.5; γεραὸν πώγωνα, = τραγοπώγωνα, Nic.Fr.74.71. 4 barb of an arrow, Poll.7.158, Nonn.D.29.100 (pl.), Hsch.s.v. ὄγκους, etc. 5 πώγων φλογός, πυρός, beard or tail of fire, A.Ag.306, E.Fr.836. 6 name of a harbour at Troezen, Hdt.8.42 (whence prov. πλεύσειας εἰς Τροιζῆνα, of those wearing false beards, Eust.287.14; also εἰς Τ. δεῖ βαδίζειν, Suid.).
German (Pape)
[Seite 826] ωνος, ὁ, der Bart; Ar. Ach. 120 u. öfter; πώγωνα καθιέναι, ihn wachsen lassen, Eccl. 100; daher πώγωνα βαθὺν καθειμένος, Luc. pisc. 11 u. A.; πώγωνα ἔχειν, Her. 1, 175; φύειν, 8, 104; auch bei Thieren, Arist. H. A. 2, 1; Luc. philops. 5; u. übertr., φλογός, Feuerschweif, Aesch. Ag. 297, wie πυρὸς πώγων, Eur., bei Phot. ἀναφορὰ πυρός erkl.; an Pfeilen der Widerhaken, Poll. 7, 158; – dah. auch ein Meteor, eine bartähnliche, feurige Lufterscheinung, Schol. Plat. p. 249.
Greek (Liddell-Scott)
πώγων: -ωνος, ὁ, ἡ γενειάς, τὸ γένειον, πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, ὅταν ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. ποδήρης καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - ὡσαύτως ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ ῥάμφος τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. τραγοπώγων. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» Πολυδ. Ζ´, 158, κλπ. 5) πώγων πυρὸς ἢ φλογός, γλῶσσα φλογός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πώγων· γένειον. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς φλογός».