φοράς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(c1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φοράς''': -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «[[φοράς]], φοράδος ἡ [[ἵππος]], θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A fruitful, Thphr.HP4.16.2. II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1299] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φοράς: -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, καρποφόρος, γόνιμος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «φοράς, φοράδος ἡ ἵππος, θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.