ἀκαταδίκαστος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no condenado]], [[no juzgado]], [[ἀναμάρτητος]] καὶ ἀκαταδίκαστος Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, <i>indemnatus</i>, <i>Gloss</i>.2.222. | |dgtxt=-ον<br />[[no condenado]], [[no juzgado]], [[ἀναμάρτητος]] καὶ ἀκαταδίκαστος Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, <i>[[indemnatus]]</i>, <i>Gloss</i>.2.222. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:40, 14 June 2024
English (LSJ)
ἀκαταδίκαστον, not condemned, not tried, Lat. indemnatus, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
no condenado, no juzgado, ἀναμάρτητος καὶ ἀκαταδίκαστος Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, indemnatus, Gloss.2.222.
German (Pape)
nicht verurteilt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταδίκαστος: -ον, ὁ μὴ καταδικασθείς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκαταδίκαστος, -ον) καταδικάζω
αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν
«οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι»
2. εκείνος που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο άμεμπτος
«... ακαταδίκαστο κορμί πώς εκαταδικάστεις;».