κόβαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(13_6b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1464.png Seite 1464]] ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῦργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ [[μόθων]] Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ [[κόβαλος]] καὶ [[μιμητής]]. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1464.png Seite 1464]] ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῦργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ [[μόθων]] Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ [[κόβαλος]] καὶ [[μιμητής]]. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.
}}
{{ls
|lstext='''κόβᾱλος''': ὁ, [[ἀναίσχυντος]] [[κακοῦργος]], [[πανοῦργος]], [[δόλιος]] καὶ ἀηδὴς [[ἄνθρωπος]], [[ἀπατεών]], συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ [[μόθων]] ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν [[προσέτι]] κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς [[γλαυκός]], κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον [[ἔργον]] καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόβᾱλος Medium diacritics: κόβαλος Low diacritics: κόβαλος Capitals: ΚΟΒΑΛΟΣ
Transliteration A: kóbalos Transliteration B: kobalos Transliteration C: kovalos Beta Code: ko/balos

English (LSJ)

ὁ,

   A impudent rogue, arrant knave, Ar.Eq.450, Ra.1015, Pl.279, D.C.53.3; of Midias, Phryn. Com.4: in pl., mischievous goblins, invoked by rogues, Ar.Eq.635; of the owl, κ. καὶ μιμητής Arist.HA597b23.    II Adj. κόβαλα, τά, knavish tricks, rogueries, Ar.Eq.417, Ra.104; ὕβριστον ἔργον καὶ κ. Pherecr.162. (For the orig. sense cf. κοβαλεύω.)

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῦργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ μόθων Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.

Greek (Liddell-Scott)

κόβᾱλος: ὁ, ἀναίσχυντος κακοῦργος, πανοῦργος, δόλιος καὶ ἀηδὴς ἄνθρωπος, ἀπατεών, συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ μόθων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν προσέτι κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς γλαυκός, κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον ἔργον καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).