ἐγκυβιστάω: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
English (LSJ)
plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.
Spanish (DGE)
1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.
Greek Monolingual
ἐγκυβιστῶ (ἐγκυβιστάω) (Α)
1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι
2. ριψοκινδυνεύω.