κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "( " to "(")
m (Text replacement - " )" to ")")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter (kom. [[epithet]] ).
|elnltext=κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter (kom. [[epithet]]).
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:36, 13 October 2024

English (LSJ)

ὁ, pourer forth of washy twaddle, with collat.notion of water-drinker, Com.word in Ar.Eq.89.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flux de paroles ; bavard insupportable.
Étymologie: κρουνός, χύτρα, λῆρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter (kom. epithet).

Russian (Dvoretsky)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ ирон. водолей, пустослов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ, κωμικ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, ἀνόητος, περιττολόγος, φλύαρος.

Greek Monolingual

κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α)
αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάςκρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ' ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα της κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα -αιος].

Greek Monotonic

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ (κρουνός, χύτρα, ληρέω), αυτός που βγάζει από το στόμα ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ, κρουνός, χύτρα, ληρέω
a pourer forth of washy twaddle, Ar.