παρθενεύω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=partheneyo | |Transliteration C=partheneyo | ||
|Beta Code=parqeneu/w | |Beta Code=parqeneu/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bring up as a maid]], [[παρθενεύειν]] παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.''Supp.''452, cf. Luc.''DMar.''12.1, etc.:—Pass., [[lead a maiden life]], [[Herodotus|Hdt.]]3.124, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''648, E.''Ph.''1637; (neut. pl.) [[πολιὰ παρθενεύεται]] = [[grows grey in maidenhood]], Id.''Hel.''283.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., Hld.7.8. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bring up as a maid]], [[παρθενεύειν]] παῖδας ἐν δόμοις καλῶς [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''452, cf. Luc.''DMar.''12.1, etc.:—Pass., [[lead a maiden life]], [[Herodotus|Hdt.]]3.124, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''648, E.''Ph.''1637; (neut. pl.) [[πολιὰ παρθενεύεται]] = [[grows grey in maidenhood]], Id.''Hel.''283.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., Hld.7.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 15 November 2024
English (LSJ)
A bring up as a maid, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637; (neut. pl.) πολιὰ παρθενεύεται = grows grey in maidenhood, Id.Hel.283.
2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.
German (Pape)
[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, wie eine Jungfrau halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι = vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς = de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.
Russian (Dvoretsky)
παρθενεύω:
1 воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);
2 med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.
Greek Monolingual
ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.
Greek Monotonic
παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.
Middle Liddell
fut. σω παρθένος
to bring up as a maid, Eur.:—Pass. to lead a maiden life, remain a maid, Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows gray in maidenhood, Eur.