ἐπιφράσσω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] att. -[[φράττω]], von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] att. -[[φράττω]], von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιφράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· [[φράττω]], [[κλείω]], ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. ἐπιφράττω,
A block up, ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2 ; πόρους Nic.Al.285 : metaph., Ph.1.299, al.:—Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1 ; τὰ τοῦ μέλλοντος ἀκούειν ὦτα ἐπεφράχθη Ph.2.165.
German (Pape)
[Seite 1001] att. -φράττω, von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· φράττω, κλείω, ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.