φώτισμα: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(c1) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φώτισμα''': τό, τὸ φωτίζειν, ὁ [[φωτισμός]]· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, [[βάπτισμα]] ἢ ([[κυρίως]]) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ [[χάρις]] τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ [[βάπτισμα]] ἔχουσιν, οὐ [[φώτισμα]]· ἴδε Suicer., καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[φωτίζω]] ΙΙ. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.
Greek (Liddell-Scott)
φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.