ἄδολος: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(13_5) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0036.png Seite 36]] ohne Trug und Hinterlist, παρηγορίαι Aesch. Ag. 95; [[σοφία]] Pind. Ol. 7, 53; λόγοι Eur. Suppl. 1029; At. Av. 631; καὶ γνησία φὐσις Philem. Stob. 9, 22; bes. in Bündnissen, σπονδαὶ ἄδολοι 'Thnc. 5, 18. 47, u. in den Vertragsformeln, ἀδόλως, 5, 231 oft bei Xen., z. B. Heil. 3, 4, 5; ἀδόλως φιλοσοφεῖν, von wahren Philosophen, Plat. Phaedr. 249 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0036.png Seite 36]] ohne Trug und Hinterlist, παρηγορίαι Aesch. Ag. 95; [[σοφία]] Pind. Ol. 7, 53; λόγοι Eur. Suppl. 1029; At. Av. 631; καὶ γνησία φὐσις Philem. Stob. 9, 22; bes. in Bündnissen, σπονδαὶ ἄδολοι 'Thnc. 5, 18. 47, u. in den Vertragsformeln, ἀδόλως, 5, 231 oft bei Xen., z. B. Heil. 3, 4, 5; ἀδόλως φιλοσοφεῖν, von wahren Philosophen, Plat. Phaedr. 249 a. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A guileless, honest, σοφία Pi.O.7.53; in Att.esp. of treaties, ἄ. εἰράνα Ar.Lys.169; σπονδαὶ ἄ. καὶ ἀβλαβεῖς Th.5.18. Adv., freq. in the phrase ἀδόλως καὶ δικαίως without fraud or covin, Th.5.23, cf. IG1.42e; ἁπλόως καὶ ἀ. GDI5024 (Gort.): generally, πλουτεῖν ἀδόλως Scol.8; ἀδολώτερον λέγεσθαι, opp. πιστότερον, Antipho 3.3.4:— also, genuinely, truly, τεθνάκην ἀ. θέλω Sapph.Supp.23.1, cf. Theoc. 29.32. II unadulterated, genuine, χρίματος ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95; στύραξ Dsc.1.66; χρυσός Eupolem. ap. Alex.Polyh.18; ἀργύριον Poll.3.86; σῖτος, πυρός, PHib.1.85, PGrenf.1.18; ἀ. ἀπὸ παντός ib.2.29.14: metaph., αὔραις ἀδόλοις pure, E.Supp.1029 (lyr.); τὸ λογικὸν ἄ. γάλα 1 Ep.Pet.2.2. 2 unpretentious, Plu. Pel.3.
German (Pape)
[Seite 36] ohne Trug und Hinterlist, παρηγορίαι Aesch. Ag. 95; σοφία Pind. Ol. 7, 53; λόγοι Eur. Suppl. 1029; At. Av. 631; καὶ γνησία φὐσις Philem. Stob. 9, 22; bes. in Bündnissen, σπονδαὶ ἄδολοι 'Thnc. 5, 18. 47, u. in den Vertragsformeln, ἀδόλως, 5, 231 oft bei Xen., z. B. Heil. 3, 4, 5; ἀδόλως φιλοσοφεῖν, von wahren Philosophen, Plat. Phaedr. 249 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδολος: -ον, ἀγνός, ὁ ἄνευ δόλου ἢ ἀπάτης, τίμιος, σοφία, Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. μάλιστα ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. εἰρήνη, Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = ἄνευ ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. δόλος· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = ἀνόθευτος, γνήσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., στύραξ, Διοσκ. 1. 79, ἀργύριον, Πολυδ. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.