σύγκλυς: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύγκλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον [[πλῆθος]] ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, [[χυδαῖος]] [[ὄχλος]], Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. [[ὅμιλος]] Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. [[στράτευμα]], ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― [[ὡσαύτως]] σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. [[σύνηλυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ,
A washed together by the waves; but only metaph., ξύγκλυδες ἄνθρωποι promiscuous crowd, mob, rabble, Th.7.5; σύγκλυδες alone, Pl.R.569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.Mar.45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: Hsch. cites a neut. pl. σύγκλυδα.
German (Pape)
[Seite 968] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον πλῆθος ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, χυδαῖος ὄχλος, Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. ὅμιλος Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. στράτευμα, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― ὡσαύτως σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. σύνηλυς.