ἄνομος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; [[τράπεζα]], ruchloses Mahl, 1, 162; [[ὕβρις]] Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; [[μοναρχία]], ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, [[νόμος]] Aesch. Ag. 1113; [[θυσία]] 147.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; [[τράπεζα]], ruchloses Mahl, 1, 162; [[ὕβρις]] Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; [[μοναρχία]], ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, [[νόμος]] Aesch. Ag. 1113; [[θυσία]] 147.
}}
{{ls
|lstext='''ἄνομος''': -ον, [[ἄνευ]] νόμου, [[παράνομος]], [[ἀσεβής]], τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ [[ἄνομος]] [[μοναρχία]], ἡ [[ἄνευ]] νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. ([[νόμος]] ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνομος Medium diacritics: ἄνομος Low diacritics: άνομος Capitals: ΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: ánomos Transliteration B: anomos Transliteration C: anomos Beta Code: a)/nomos

English (LSJ)

ον,

   A lawless, impious, τράπεζα Hdt.1.162; of persons, S. OC142, al.; στρατός Tr.1096; Ἐχίονος γόνος E.Ba.995; of things, θυσία A.Ag.151; πάθη E Or.1455; μοναρχία Pl.Plt.302e: τὰ ἄνομα lawless acts, Hdt.1.8: Comp. -ώτερος Pl.Hp.Ma.285a. Adv. -μως E.Med.1000, Antipho4.1.2, Th.4.92.    2 c. gen., ἀ. θεοῦ, i.e. without (the Mosaic) Law and therefore without God, 1 Ep.Cor.9.21. Adv. ἀνόμως, = χωρὶς νόμου, Ep.Rom.2.12.    3 illegal, κατοχή POxy. 237 vii 11 (ii A.D.).    II (νόμος 11) unmusical, νόμος ἄ. A.Ag.1142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 241] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; τράπεζα, ruchloses Mahl, 1, 162; ὕβρις Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; μοναρχία, ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, νόμος Aesch. Ag. 1113; θυσία 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνομος: -ον, ἄνευ νόμου, παράνομος, ἀσεβής, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ ἄνομος μοναρχία, ἡ ἄνευ νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. (νόμος ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.