3,274,408
edits
(13_7_3b) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. [[εὗρον]] (εὑρέ, [[εὑρεῖν]], bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέθην, fut. p. εὑρεθήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; [[εὑρετέος]], Thuc. 3, 45, wie [[εὑρετός]], Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 (App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – <b class="b2">finden</b>, – a) zufällig finden, <b class="b2">antreffen</b>, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' [[εὐρύοπα]] Κρονίωνα [[ἄτερ]] ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους θανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; [[εὕρημα]] οὐκ οἶσθ' οἷον εὕρηκας [[τόδε]] Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς θεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ [[δίκαιος]] ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῦσα εὑρέθη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, <b class="b2">ausfindigmachen</b>, bes. auch geistig, ersinnen, <b class="b2">entdecken</b>, [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12, 392; eben so [[τέκμωρ]], einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; [[πόθεν]] δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; [[φάρμακον]] Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάθηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐθέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις [[κλέος]] Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; [[κλέος]] εὑρέσθαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ [[ταῦτα]] πάντα σοῦ θανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο [[πᾶν]] ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσθαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαθόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; [[οὔτε]] μακρὸν [[οὔτε]] μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀθηναίῳ γίγνεσθαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῦ δήμου τῶν Αθ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. [[ὅκως]] εὑροῦσα πολλὸν ([[ἀργύριον]]) πρηθείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε [[πλέον]] ἢ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; [[οἰκία]] εὑρίσκουσα δισχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ [[ἤδη]] εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. [[ὅταν]] τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ [[ἀργύριον]] εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. [[εὗρον]] (εὑρέ, [[εὑρεῖν]], bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέθην, fut. p. εὑρεθήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; [[εὑρετέος]], Thuc. 3, 45, wie [[εὑρετός]], Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 (App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – <b class="b2">finden</b>, – a) zufällig finden, <b class="b2">antreffen</b>, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' [[εὐρύοπα]] Κρονίωνα [[ἄτερ]] ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους θανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; [[εὕρημα]] οὐκ οἶσθ' οἷον εὕρηκας [[τόδε]] Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς θεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ [[δίκαιος]] ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῦσα εὑρέθη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, <b class="b2">ausfindigmachen</b>, bes. auch geistig, ersinnen, <b class="b2">entdecken</b>, [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12, 392; eben so [[τέκμωρ]], einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; [[πόθεν]] δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; [[φάρμακον]] Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάθηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐθέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις [[κλέος]] Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; [[κλέος]] εὑρέσθαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ [[ταῦτα]] πάντα σοῦ θανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο [[πᾶν]] ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσθαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαθόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; [[οὔτε]] μακρὸν [[οὔτε]] μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀθηναίῳ γίγνεσθαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῦ δήμου τῶν Αθ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. [[ὅκως]] εὑροῦσα πολλὸν ([[ἀργύριον]]) πρηθείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε [[πλέον]] ἢ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; [[οἰκία]] εὑρίσκουσα δισχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ [[ἤδη]] εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. [[ὅταν]] τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ [[ἀργύριον]] εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὑρίσκω''': παρατ. ηὕρισκον ἢ εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68, Φιλ. 283, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ., κλ.: μέλλ. [[εὑρήσω]] Ὁμ. Ὕμν., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ [[εὗρον]] Ὅμηρ., κλ.· Ἀττ. ηὗρον ἢ [[εὗρον]] Εὐρ. Μήδ. 553, κτλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. εὑρέμεναι Ὅμ.: ἀόρ. α΄ εὕρησα παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Μανέθωνι 5. 137: πρκμ. [[εὕρηκα]] Σοφ., κλ.: - Μέσ.: μέλλ. εὑρήσομαι Ἡρόδ. 9. 6. Λυσ., κλ.: ἀόριστ. β΄ εὑρόμην Ὅμηρ, Ἀττικ., ηὑρόμην ἢ εὑρόμην Ἀσχύλ. Πρ. 267. Θουκυδίδ. 1. 58: [[ἀόριστος]] α΄ [[εὑράμην]] Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 3 Gaisf., Διονύσ. Ἁλ. 13. 11, Ἀνθ. Π. 9. 29, παράρτημ. 274, πρβλ. Wolf. Λεπτ. σ. 216: - Παθ.: μέλλ. εὑρεθήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 108, Εὐρ. Ι. Α. 1105, Ἰσοκρ. 196Ε: ἀλλ. [[ὡσαύτως]] μέσ. ([[μετὰ]] παθ. σημασ.) εὑρήσομαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22: ἀόρ. εὑρέθην Σοφ. Αἴ. 1135, Ἀριστοφ. Θεσμ. 521, Θουκ. 6. 31: πρκμ. ηὕρημαι ἢ εὕρημαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 743, Σοφ. Τρ. 1075, Εὐρ., κλ. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] ἀόρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 158, [[ἔνθα]]: ἔθ’ [[εὑρίσκω]] [[εἶναι]] πιθ. γραφ. ἀντὶ [[ἐφευρίσκω]] καὶ εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου)· ὁ μέλλων εὕρηται: ἐν. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 202. Οἱ μετ’ αὐξήσεως τύποι διὰ τοῦ ηὑ- προτιμῶνται ὑπὸ Ἐλμσλ., Βεκκήρου καὶ Δινδορφίου ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἴδε Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα ἐν λέξει. Εὑρίσκω· εὗρεν δ’ [[εὐρύοπα]] Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Ἰλ. Α. 498, κτλ.· [[εὕρημα]] εὑρίσκειν, ἴδε ἐν λ. [[εὕρημα]]. 2) [[μετὰ]] μετοχ., [[εὑρίσκω]] ὅτι.., εὕρισκε Λακεδαιμονίους... προέχοντας Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 1. 5· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἢν εὑρεθῇς [[δίκαιος]] ὤν Σοφ. Τρ. 411, πρβλ. Ο. Τ. 839, Ο. Κ. 946: - ἡ μετοχὴ [[ἐνίοτε]] παραλείπεται: εὑρίσκειν θεοὺς κακοὺς (ἐξυπ. ὄντας) ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 452· εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (ἐξυπ. [[ὄντα]]) Θουκ. 5. 26· [[θῆλυς]] εὕρημαι (δήλ. ὢν) Σοφ. Τρ, 1075· [[ἄνους]] εὑρέθη ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 763. 3) μετ’ ἀπαρ., βουλευόμενος (ὁ [[Κῦρος]]) εὕρισκε πρῆγμά οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν... ἐπὶ τᾶς Σάρδις, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ ἦτο νὰ ἐλάσῃ κατὰ τῶν Σάρδεων, Ἡρόδ. 1, 79· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, εὑρίσκεται (εὕρισκὲ τε Schäf) [[ταῦτα]] καιριώτατα [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 125. 4) εὑρ. [[ὅπως]]…, [[εὑρίσκω]] διὰ τίνων μέσων…, Θουκ. 7. 67: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, μετ’ ἀπαρ., [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]] πῶς νὰ..., ηὕρετο... παύειν Εὐρ. Μήδ. 196. ΙΙ. [[ἀνευρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]], οὐδὲ τί [[μῆχος]] εὑρέμεναι δυνάμεσθα Ὀδ. Μ. 393· οὐδὲ τί [[τέκμωρ]] εὑρέμεναι δύνασαι Δ. 374, πρβλ. Ἰλ. Η. 30, Ι. 48· εὑρ. ὁδὸν Πινδ. Π. 10. 49· ἐξ ἀμηχάνων πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 59· μηχανὴν σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 209· πημάτων ἄρηξιν Σοφ. Ἠλ. 875. τινὰ ἐμοῦ βελτίονα Ἀριστοφ. Πλ. 104, κτλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., εὕρετο [[τέκμωρ]] Ἰλ. Π. 472· Αὐτόλυκ’, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, [[ὅττι]] κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ, σὺ αὐτὸς φρόντισον νῦν νὰ εὕρῃς τί [[ὄνομα]] θὰ βάλῃς εἰς τὸν ἀγαπητὸν παῖδα τῆς θυγατρός σου, Ὀδ. Τ. 403· εἴ τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν... εὑροίμην Ι. 421. ΙΙΙ. ἐπινοῶ, [[ἐφευρίσκω]] ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 468, κτλ.· πρόφασιν Ἀντιφῶν 9. - Μέσ., τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τὰ ἔργα γίνονται λόγοι, δηλ, ὁμιλοῦσιν [[ὑπὲρ]] ἑαυτῶν, Σοφ. Ἠλ. 625. IV. [[εὑρίσκω]], κτῶμαι, ἀρετάν, δόξαν Πινδ. Ο. 7. 163, Π. 2. 716· φίλους Σοφ. Ἀποσπ. 109 ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 284, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1107· δεινά δ’ εὑρουσᾶν πρὸς [[αὐθαίμων]] [[πάθη]] Σοφ. Ο. Κ. 1078· ἀφ’ ὧν ὄνασιν εὕρωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1061· εὑρ. τινί τι, Πλάτ. Πρωτ. 321D· εὑρίσκεις δὲ μητρὶ πῶς φόνον; τί σχέδιον ἔχεις διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός σου; Εὐρ. Ἠλ. 650. - Μέσ., [[εὑρίσκω]] ἢ [[ἐπιφέρω]] εἰς ἐμαυτόν, κακὸν εὑρετο Ὀδ. Φ. 304· (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Ω. 262)· αὐτὸς εὑρόμην πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 267· μοῖραν εὕρετ’ ἀσφαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1588, πρβλ. Θήβ. 879· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., μέγα [[πένθος]] εὕρηται Σοφ. Αἴ. 615· εὑρήσεται τιμωρίην Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 9. 6, 26, κτλ.· [[κλέος]], τιμὰν Πινδ. Π. 3. 196, κτλ.· ἄδειαν εὑρέσθαι Ἀνδοκ. 3. 14· ἀτέλειαν Δημ. 457. 9· εὑρίσκεσθαι ὠφέλειαν ἀπό τινος Θουκ. 1. 31· τι [[παρά]] τινος Λυσ. 130. 31· εὑρ. [[παρά]] τινος, μετ’ ἀπαρ., [[ἐπιτυγχάνω]] [[παρά]] τινος νὰ..., Ἡρόδ. 9. 28· εὑρ. δεηθέντες Λυσ. 141. 25. V. ἰδίως ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[εὑρίσκω]] τιμήν, [[μετὰ]] δέ, [[ὅκως]] αὕτη εὑροῦσα πολλὸν [[χρυσίον]] πρηθείη, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυσσε, [[μετὰ]] δέ, ὅτε αὕτη εὑροῦσα καλὴν τιμὴν ἐπωλεῖτο, [[ἄλλην]] ἀνεκήρυττεν, ὁ κήρυξ, Ἡρόδ. 1. 196· εὗρε πλέον ἢ [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 24, πρβλ. Πόρους 4. 40· [[οἰκία]] εὑρίσκουσα δισχιλίας (ἐξυπ. δραχμὰς) Ἰσαῖος 72. 39· [[ὅταν]] τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος, [[ὅταν]] τις πωλῇ κακὸν δοῦλον καὶ τὸν δίδῃ εἰς τὴν τυχοῦσαν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5· οὕτω, τοῦ εὑρίσκοντος Αἰσχίν. 13, 41· καὶ πωλῶν τι μὴ λέγειν τοῖς ὠνουμένοις, πόσου ἂν ἀποδοῖτο, ἀλλ’ ἐρωτᾶν, τί εὑρίσκει, τί τιμὴν νομίζεις θὰ εὕρῃ, τί τιμὴν νομίζεις θὰ πιάσῃ, Θεοφρ. Χαρακτ. 15, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ. | |||
}} | }} |