ἡλίασις: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(13_4) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1160.png Seite 1160]] ἡ, l) das Sonnen, der Sonnenschein, πί λους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται D. Cass. 59, 7, a. Sp. – 21 das Richteramt u. die Gerichtssitzung in der Heliaia, Dem. 24, 150 im Heliasteneide οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως [[ἕνεκα]]; Harpocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1160.png Seite 1160]] ἡ, l) das Sonnen, der Sonnenschein, πί λους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται D. Cass. 59, 7, a. Sp. – 21 das Richteramt u. die Gerichtssitzung in der Heliaia, Dem. 24, 150 im Heliasteneide οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως [[ἕνεκα]]; Harpocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡλίᾰσις''': -εως, ἡ, = [[ἡλίωσις]], [[ἔκθεσις]] εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, πίλους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται Δίων Κ. 59. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), εως, ἡ,
A = ἡλίωσις, exposure to the sun, Gal.4.807 (pl.), D.C.59.7, Gp.7.1.3.
ἡλίᾰσις (B), εως, ἡ,
A sitting in the Ἡλιαία, Jusj. ap. D.24.150.
German (Pape)
[Seite 1160] ἡ, l) das Sonnen, der Sonnenschein, πί λους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται D. Cass. 59, 7, a. Sp. – 21 das Richteramt u. die Gerichtssitzung in der Heliaia, Dem. 24, 150 im Heliasteneide οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα; Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλίᾰσις: -εως, ἡ, = ἡλίωσις, ἔκθεσις εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, πίλους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται Δίων Κ. 59. 7.