δίερσις: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(c1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0621.png Seite 621]] ἡ, das Durchziehen, Einklemmen, Arist. probl. 16, 8; Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0621.png Seite 621]] ἡ, das Durchziehen, Einklemmen, Arist. probl. 16, 8; Galen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δίερσις''': -εως, ἡ, ([[διείρω]]) τὸ περᾶν τι διὰ μέσου τινός, ἐμπήγειν ἀνάμεσα, διορθωθὲν ἐν Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 9, ἀντὶ διαιρέσει, πρβλ. Γαλην. Λεξ. σ. 552. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (διείρω)
A drawing through, dub. cj. in Arist.Pr.915a9 for διαιρέσει: δ. λίνου Aen.Tact.31.18, cf. Gal.19.134.
German (Pape)
[Seite 621] ἡ, das Durchziehen, Einklemmen, Arist. probl. 16, 8; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δίερσις: -εως, ἡ, (διείρω) τὸ περᾶν τι διὰ μέσου τινός, ἐμπήγειν ἀνάμεσα, διορθωθὲν ἐν Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 9, ἀντὶ διαιρέσει, πρβλ. Γαλην. Λεξ. σ. 552.