διανύω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(13_6b) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] (s. [[ἀνύω]]) <b class="b2">ganz vollenden</b>, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. [[ἀπανύω]] und [[ἐξανύω]]. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, <b class="b2">hinkommen</b>, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] (s. [[ἀνύω]]) <b class="b2">ganz vollenden</b>, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. [[ἀπανύω]] und [[ἐξανύω]]. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, <b class="b2">hinkommen</b>, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διανύω''': μεταγεν. [[ὡσαύτως]] διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· ([[ἀνύω]])· - [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., [[διέρχομαι]] μεγαλείτερον [[διάστημα]], Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. [[ἀνύω]] Ι. 3· - [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· [[ἀλλά]], πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
(also διᾰνύτω S.Ichn.64, X.Mem.2.4.7) [ῠ], pf.
A -ήνυκα Plb.4.11.7:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα δ. finish a journey, h.Cer.380, cf. h.Ap.108; δίαυλον E.El.825; τὸ ἑξῆς τῆς ὁδοῦ X. l.c.; τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7; πόνους Vett.Val. 330.9; τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.Op.635; πλεῖον δ. traverse, of a point moving along a line, Arist.LI968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.; τόπους Plb.4.11.7: abs., δ. εἰς τὰς ὑπερβολάς arrive at a place, Id.3.53.9:—Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: aor. inf. διανυσθῆναι Hsch.: c. part., finish doing a thing, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν continued giving... E.Or.1663: abs., live, Vett. Val.58.17.
German (Pape)
[Seite 593] (s. ἀνύω) ganz vollenden, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. ἀπανύω und ἐξανύω. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, hinkommen, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν.
Greek (Liddell-Scott)
διανύω: μεταγεν. ὡσαύτως διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· (ἀνύω)· - φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - ἐντεῦθεν ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., διέρχομαι μεγαλείτερον διάστημα, Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, φθάνω εἴς τι μέρος, Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. ἀνύω Ι. 3· - μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· ἀλλά, πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.