βέλος: Difference between revisions

3,392 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] (βαλεῖν, Umlaut ε für ᾰ), τό, Wurfgeschoß, [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον; Hom. Iliad 11. 657 ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; 11, 380 βέβληαι, οὐδ' ἅλιον [[βέλος]] ἔκφυγεν; 12, 458 ἐρεισάμενος [[βάλε]] μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον [[βέλος]] εἴη; Odyss. 16, 277 ἤν περ καὶ διὰ [[δῶμα]] ποδῶν ἕλκωσι [[θύραζε]] ἢ βέλεσιν βάλλωσι; Odyss. 20, 305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ [[βέλος]] [[αὐτός]]; 9, 495 [[πόντονδε]] βαλὼν [[βέλος]]; öfters Pfeile, geschleuderte Lanzen, Wurfspieße; Odyss. 17, 464 ist [[βέλος]] ein geschleuderter Schemel, 20, 305 ein geschleuderter Ochsenfuß, 9, 495 ein geschleuderter Felsblock, Iliad. 12, 458 ein geschleuderter Stein, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον [[βέλος]] λέγει, καὶ νῦν τὸν λίθον; Apollon. Lex. Homer. p. 51, 8 <b class="b2">[[βέλος]]</b> [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον, κἂν [[λίθος]] εἴη· »ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλοσἤγαγε νῆα (Od. 9, 495)«. Homerisch Xen. An. 5, 2, 14 καὶ τὰ βέλη [[ὁμοῦ]] ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι καὶ πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι· [[ἦσαν]] δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. Ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις. Bei Sp. auch alle von Wurfmaschinen geschleuderten Geschosse. Hom. Iliad. 4, 465 ἕλκε δ' ὑπὲκ βελέων, aus dem Bereich der Geschosse; 11, 163 Έκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ θ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ; ἔξω βελῶν Xen. Cyr. 3, 3, 69; ἐκτὸς βέλους Luc. Qu. Hist. 4; ἐντὸς βέλους Pol. 8, 7. – Unhomerisch, katachrestisch = das Schwert, Soph. Ai. 658; ὀξύθηκτον Eur. El. 1159; Ar. Ach. 345. – Διὸς βέλεα, die Blitze, Pind. N. 10, 8; πυρπάλαμον β. Ol. 11, 84; öfter; Ζηνὸς ἄγρυπνον Aesch. Prom. 358; πυρπνόον 919; κεραυνοῦ 435; Soph., z. B. Tr. 1087; Eur.; Ar. Av. 1712; vom Sturm Aesch. Prom. 371; [[βέλος]] ἐνέσκηψε [[θεός]] Her. 4, 79. – Uebertragen, von Geburtswehen, Hom. Iliad. 11, 269 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ [[βέλος]] ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλεί θυιαι; Theocrit. 27, 27 ὠδίνειν [[τρομέω]]· χαλεπὸν [[βέλος]] Εἰλειθυίας; vgl. Opp. H. 1, 591. Vom Tode, Zenodots Lesart Iliad. 11, 451 φθῆ σε [[βέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ' ὑπάλυξας, Aristarch [[τέλος]] θανάτοιο; vgl. 11, 439 γνῶ δ' Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι [[τέλος]] κατακαίριον ἦλθεν, wo Zenodot ebenfalls [[βέλος]] las, s. Scholl. Aristonic. und Didym. zu beiden Stellen. Ferner übertragen von allem, was einen plötzlichen Ein druck, bes. einen schmerzhaften auf das Gemüth macht, ἄτλατον β. ἔπληξε γυναῖκας Pind. N. 1, 48; ἱμέρου Aesch. Prom. 652; φίλοικτον Ag. 232; μαλθακὸν ὀμμάτων 722; von verwundenden Worten, Eum. 646; Plat. Phil. 23 b Conv. 219 b. – Ein Paar Stellen sind im Hom., wo Aristarch [[βέλος]] = Wu nde nahm: Iliad. 8, 513 ἀλλ' ὥς τις τούτων γε [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσσῃ, [[βλήμενος]] ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[βέλος]] εἴρηκε τὸ [[τρῶμα]] ὁμωνύμως τῷ τιτρώσκοντι; 14, 439 [[βέλος]] δ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα, Scholl. Aristonic. ὅτι [[βέλος]] τὸν βεβλημένον τόπον. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 70. Bei Aristaenet. [[βέλος]] καρδίας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] (βαλεῖν, Umlaut ε für ᾰ), τό, Wurfgeschoß, [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον; Hom. Iliad 11. 657 ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; 11, 380 βέβληαι, οὐδ' ἅλιον [[βέλος]] ἔκφυγεν; 12, 458 ἐρεισάμενος [[βάλε]] μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον [[βέλος]] εἴη; Odyss. 16, 277 ἤν περ καὶ διὰ [[δῶμα]] ποδῶν ἕλκωσι [[θύραζε]] ἢ βέλεσιν βάλλωσι; Odyss. 20, 305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ [[βέλος]] [[αὐτός]]; 9, 495 [[πόντονδε]] βαλὼν [[βέλος]]; öfters Pfeile, geschleuderte Lanzen, Wurfspieße; Odyss. 17, 464 ist [[βέλος]] ein geschleuderter Schemel, 20, 305 ein geschleuderter Ochsenfuß, 9, 495 ein geschleuderter Felsblock, Iliad. 12, 458 ein geschleuderter Stein, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον [[βέλος]] λέγει, καὶ νῦν τὸν λίθον; Apollon. Lex. Homer. p. 51, 8 <b class="b2">[[βέλος]]</b> [[πᾶν]] τὸ βαλλόμενον, κἂν [[λίθος]] εἴη· »ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλοσἤγαγε νῆα (Od. 9, 495)«. Homerisch Xen. An. 5, 2, 14 καὶ τὰ βέλη [[ὁμοῦ]] ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι καὶ πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι· [[ἦσαν]] δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. Ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις. Bei Sp. auch alle von Wurfmaschinen geschleuderten Geschosse. Hom. Iliad. 4, 465 ἕλκε δ' ὑπὲκ βελέων, aus dem Bereich der Geschosse; 11, 163 Έκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ θ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ; ἔξω βελῶν Xen. Cyr. 3, 3, 69; ἐκτὸς βέλους Luc. Qu. Hist. 4; ἐντὸς βέλους Pol. 8, 7. – Unhomerisch, katachrestisch = das Schwert, Soph. Ai. 658; ὀξύθηκτον Eur. El. 1159; Ar. Ach. 345. – Διὸς βέλεα, die Blitze, Pind. N. 10, 8; πυρπάλαμον β. Ol. 11, 84; öfter; Ζηνὸς ἄγρυπνον Aesch. Prom. 358; πυρπνόον 919; κεραυνοῦ 435; Soph., z. B. Tr. 1087; Eur.; Ar. Av. 1712; vom Sturm Aesch. Prom. 371; [[βέλος]] ἐνέσκηψε [[θεός]] Her. 4, 79. – Uebertragen, von Geburtswehen, Hom. Iliad. 11, 269 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ [[βέλος]] ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλεί θυιαι; Theocrit. 27, 27 ὠδίνειν [[τρομέω]]· χαλεπὸν [[βέλος]] Εἰλειθυίας; vgl. Opp. H. 1, 591. Vom Tode, Zenodots Lesart Iliad. 11, 451 φθῆ σε [[βέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ' ὑπάλυξας, Aristarch [[τέλος]] θανάτοιο; vgl. 11, 439 γνῶ δ' Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι [[τέλος]] κατακαίριον ἦλθεν, wo Zenodot ebenfalls [[βέλος]] las, s. Scholl. Aristonic. und Didym. zu beiden Stellen. Ferner übertragen von allem, was einen plötzlichen Ein druck, bes. einen schmerzhaften auf das Gemüth macht, ἄτλατον β. ἔπληξε γυναῖκας Pind. N. 1, 48; ἱμέρου Aesch. Prom. 652; φίλοικτον Ag. 232; μαλθακὸν ὀμμάτων 722; von verwundenden Worten, Eum. 646; Plat. Phil. 23 b Conv. 219 b. – Ein Paar Stellen sind im Hom., wo Aristarch [[βέλος]] = Wu nde nahm: Iliad. 8, 513 ἀλλ' ὥς τις τούτων γε [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσσῃ, [[βλήμενος]] ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[βέλος]] εἴρηκε τὸ [[τρῶμα]] ὁμωνύμως τῷ τιτρώσκοντι; 14, 439 [[βέλος]] δ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα, Scholl. Aristonic. ὅτι [[βέλος]] τὸν βεβλημένον τόπον. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 70. Bei Aristaenet. [[βέλος]] καρδίας.
}}
{{ls
|lstext='''βέλος''': -εος, τό, (βάλλω) πᾶν τὸ βαλλόμενον, [[βλῆμα]], ἰδίως [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], [[κεραυνός]]· [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἐπὶ τοῦ τεμαχίου βράχου [[ὅπερ]] οἱ Κύκλωπες ἐξεσφενδόνησαν, [[πόντονδε]] βαλὼν [[βέλος]] Ὀδ. Ι. 495· ἐπὶ τοῦ βοείου ποδός, τὸν ὁποῖον εἷς τῶν μνηστήρων ἔρριψε κατά τοῦ Ὀδυσσέως, Υ. 305, πρβλ. Π. 464· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Θ. 513, ἴδε [[πέσσω]] ἐν τέλει)· ὑπὲκ βελέων, ἔξω τῆς προσβολῆς τῶν βελῶν, Ἰλ. Δ. 465· ἐκ βελέων Λ. 163· οὕτω, ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69, κτλ.· ἔξω βέλους Ἀρρ. Ἀν. 2. 27, 1· ἀντίθ. τῷ [[ἐντός]] βέλους, Διόδ. 20. 6, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 5· [[εἴσω]] β. ὁ αὐτ. 1. 6, 8· - β. ἰθύνειν, ἰάπτειν, σκήπτειν, κτλ., ἴδε ἐν λέξει. 2) ὡς τὸ [[ἔγχος]], ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ὅπλου, [[οἷον]] ἐπὶ ξίφους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 658· ἐπὶ πελέκεως, Εὐρ. Ἠλ. 1159· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ κέντρου σκορπίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, πρβλ. Ἱκέτ. 556. 3) τὰ ἀγανὰ βέλεα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε δηλοῦσι τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν γυναικῶν κατὰ τὸν προσβάλλοντα θεὸν ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Λ. 269, τὸ [[βέλος]] ὀξὺ τῆς Εἰλειθυίας [[εἶναι]] αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ· πρβλ. Θεόκρ. 27. 28. 4) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ παντὸς [[ταχέως]] πλήττοντος ἢ ἀκαριαίως ἐξακοντιζομένου, [[Διός]] βέλη, οἱ κευρανοὶ [[αὐτοῦ]], Πίνδ. Ν. 10.15, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 79, κτλ.· Ζηνὸς ἄγρυπνον β. Αἰσχύλ. Πρ. 371· πύρπνουν β. [[αὐτόθι]] 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τρικυμίας, [[αὐτόθι]] 371· βέλη πάγων, οἱ διαπερῶντες πάγοι, οἱ διατρυπῶντες, Σοφ. Ἀντ. 358· - μεταφ., ὀμμάτων [[βέλος]], τὸ [[βλέμμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, «ἡ ματιά», Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· φίλοικτον [[βέλος]], ἐλεῆμον [[βλέμμα]], [[αὐτόθι]] 240· ἱμέρου [[βέλος]], τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. Πρ. 649· θυμοῦ βέλη Σοφ. Ο. Τ. 893· ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, πᾶν τετόξευται [[βέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 679, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 23Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ψυχικῶν πόνων, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ φόβου ἀγωνίας, ἄτλατον β. Πίνδ. Ν. 1. 71· ὁ [[φθόνος]] αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει Συλλ. Ἐπιγρ. 1935.
}}
}}