φοινίκινος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
}}
{{ls
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]).
}}
}}

Revision as of 10:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκῐνος Medium diacritics: φοινίκινος Low diacritics: φοινίκινος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΝΟΣ
Transliteration A: phoiníkinos Transliteration B: phoinikinos Transliteration C: foinikinos Beta Code: foini/kinos

English (LSJ)

[νῑ], η, ον, (

   A φοῖνιξ B. 11) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2; φ. καρποί PHamb.5.11 (i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375.    b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14.    II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician, ἡ Φ. νόσος elephantiasis, Gal.19.153.

German (Pape)

[Seite 1295] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; οἶνος, Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne οἶνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = φοινίκεος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκῐνος: -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ, μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· οἶνος ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ οἶνος, φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. νόσος, ἡ ἐλεφαντίασις, «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 (ἔνθα Φοινικίη νόσος).