κόππα: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
(13_6a)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koppa
|Transliteration C=koppa
|Beta Code=ko/ppa
|Beta Code=ko/ppa
|Definition=τό, = Hebr. &lt;*&gt; (<span class="title">Koph</span>), a letter (&lt;*&gt;) standing between π and ρ in early Greek alphabets, <span class="title">IG</span>14.2420, etc.; later displaced by κ, but surviving in Latin as Q and retained in Greek as a numeral = 90, e.g. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.958.24</span> (iv A. D.): prov., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> οὐδὲ κόππα γιγνώσκων <span class="bibl">Parmeno 1</span>.</span>
|Definition=τό, = Hebr. &lt;*&gt; (<span class="title">Koph</span>), a letter (Ϙ, ϙ) standing between π and ρ in early Greek alphabets, <span class="title">IG</span>14.2420, etc.; later displaced by κ, but surviving in Latin as Q and retained in Greek as a numeral = 90, e.g. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.958.24</span> (iv A. D.): prov., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> οὐδὲ κόππα γιγνώσκων <span class="bibl">Parmeno 1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] τό, ein Buchstabe des althellenischen Alphabets, der in das später üblich gewordene nicht aufgenommen wurde, dessen Schriftzeichen. sich aber auf korinthischen u. syrakusischen Münzen erhalten hat; es stand ursprünglich zwischen Π u. Ρ, dem phönicischhebräischen Koph u. dem lateinischen q entsprechend, u. deshalb auch später noch als Zahlzeichen 90 bedeutend. – Von einem dummen Menschen sagt Parmeno bei Ath. V, 221 a οὐδὲ [[κόππα]] γιγνώσκων.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] τό, ein Buchstabe des althellenischen Alphabets, der in das später üblich gewordene nicht aufgenommen wurde, dessen Schriftzeichen. sich aber auf korinthischen u. syrakusischen Münzen erhalten hat; es stand ursprünglich zwischen Π u. Ρ, dem phönicischhebräischen Koph u. dem lateinischen q entsprechend, u. deshalb auch später noch als Zahlzeichen 90 bedeutend. – Von einem dummen Menschen sagt Parmeno bei Ath. V, 221 a οὐδὲ [[κόππα]] γιγνώσκων.
}}
{{ls
|lstext=τὸ κόππα (Ϙ ϙ), γράμμα τοῦ πάλαι Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ὅπερ ἀπαντᾷ μὲν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἔν τισι διαλέκτοις ὡς ἕτερον κ, περιεσώθη δ’ ὡς ‘παράσημον’ ἢ ἀριθμὸς q΄= 90. Ὤφειλε δὲ τὸ ὄνομα ‘κόππα’ νὰ γράφηται ‘qόππα’, καθ’ ὅσον «πᾶν στοιχεῖον ἀφ’ ἑαυτοῦ ἄρχεται» (Σχόλ. εἰς Διον. Θρᾷκα 325, 6). Ἐπειδὴ δὲ ὡς γράμμα τὸ σύμβολον q εὕρηται σχεδὸν ἀείποτε πρὸ τοῦ Ο καὶ Υ (ὅπερ Υ τότε ἐξεφωνεῖτο ὡς ου), ἔτι δὲ καὶ πρὸ συμφώνων, συνάγεται ὅτι προεφέρετο ὡς τὸ καθ’ ἡμᾶς κ ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας, ἤγουν ὡς λαρυγγικὸν κ (ἐν ταῖς λέξεσι κάτω, κώμη, κρίσις, κτῆμα). Παραδείγματα· ϙόραξ, ϙοσμία, ὅρϙον, Γλαῦϙος, ϙορινθόθεν, γλαυϙώπιδι, ϙούρῃ, Ϝεϙόντας, Ἀρκαδιϙόν, Εὔδιϙος, Καλιϙόμη, Λύϙος, ϙουφαγόρας, ϙύϙνος, λήϙυθος, ϙυνίσϙος, Λοϙρός, ϙλυτώ, Πάτροϙλος, Ἕϙτωρ, κτλ. ― Τὸ ϙ σπάνιον ὂν ἤδη ἐν αὐτῇ τῇ δοκίμῳ ἀρχαιότητι ἐξετοπίσθη ὑπὸ τοῦ κ ὅπερ ἀνέκαθεν εἶχε καὶ λαρυγγικὸν καὶ οὐρανικὸν φθόγγον (οἷον ἐν τοῖς κόπτω, κράζω, κτῆνος ― κελεύω, κεῖμαι, κέρδος, κῆπος. Παλαιότεραι μαρτυρίαι. ϙuintil. I, 4, 9. ϙ, cuius similis effectu specieϙue (nisi ϙuod paullum a nostris obliϙuatur) Koppa apud Graecos nunc tantum in numero manet. ― Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 23· κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον… καὶ παρὰ γραμματικοῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Ἡσύχ. κοππατίας· ἵππος κεκαυμένος, ἐντετυπωμένον ἔχων σημεῖον τὸ κόππα. ― Σουΐδ. κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακται (; -ο) στοιχεῖον… παρὰ γὰρ τοῖς γραμματισταῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Σχόλ. εἰς Διονύσ. Θρᾷκα 496, 5· γράμματα δὲ καὶ παρὰ Χαλδαίοις καὶ Αἰγυπτίοις καί τινα ἕτερα, τὸ [[δίγαμμα]] καὶ τὸ κόππα καὶ τὸ καλούμενον παρακύϊσμα. ― Α. Ν. Γιάνναρης.
}}
}}

Revision as of 10:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόππα Medium diacritics: κόππα Low diacritics: κόππα Capitals: ΚΟΠΠΑ
Transliteration A: kóppa Transliteration B: koppa Transliteration C: koppa Beta Code: ko/ppa

English (LSJ)

τό, = Hebr. <*> (Koph), a letter (Ϙ, ϙ) standing between π and ρ in early Greek alphabets, IG14.2420, etc.; later displaced by κ, but surviving in Latin as Q and retained in Greek as a numeral = 90, e.g. PSI8.958.24 (iv A. D.): prov.,

   A οὐδὲ κόππα γιγνώσκων Parmeno 1.

German (Pape)

[Seite 1483] τό, ein Buchstabe des althellenischen Alphabets, der in das später üblich gewordene nicht aufgenommen wurde, dessen Schriftzeichen. sich aber auf korinthischen u. syrakusischen Münzen erhalten hat; es stand ursprünglich zwischen Π u. Ρ, dem phönicischhebräischen Koph u. dem lateinischen q entsprechend, u. deshalb auch später noch als Zahlzeichen 90 bedeutend. – Von einem dummen Menschen sagt Parmeno bei Ath. V, 221 a οὐδὲ κόππα γιγνώσκων.

Greek (Liddell-Scott)

τὸ κόππα (Ϙ ϙ), γράμμα τοῦ πάλαι Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ὅπερ ἀπαντᾷ μὲν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἔν τισι διαλέκτοις ὡς ἕτερον κ, περιεσώθη δ’ ὡς ‘παράσημον’ ἢ ἀριθμὸς q΄= 90. Ὤφειλε δὲ τὸ ὄνομα ‘κόππα’ νὰ γράφηται ‘qόππα’, καθ’ ὅσον «πᾶν στοιχεῖον ἀφ’ ἑαυτοῦ ἄρχεται» (Σχόλ. εἰς Διον. Θρᾷκα 325, 6). Ἐπειδὴ δὲ ὡς γράμμα τὸ σύμβολον q εὕρηται σχεδὸν ἀείποτε πρὸ τοῦ Ο καὶ Υ (ὅπερ Υ τότε ἐξεφωνεῖτο ὡς ου), ἔτι δὲ καὶ πρὸ συμφώνων, συνάγεται ὅτι προεφέρετο ὡς τὸ καθ’ ἡμᾶς κ ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας, ἤγουν ὡς λαρυγγικὸν κ (ἐν ταῖς λέξεσι κάτω, κώμη, κρίσις, κτῆμα). Παραδείγματα· ϙόραξ, ϙοσμία, ὅρϙον, Γλαῦϙος, ϙορινθόθεν, γλαυϙώπιδι, ϙούρῃ, Ϝεϙόντας, Ἀρκαδιϙόν, Εὔδιϙος, Καλιϙόμη, Λύϙος, ϙουφαγόρας, ϙύϙνος, λήϙυθος, ϙυνίσϙος, Λοϙρός, ϙλυτώ, Πάτροϙλος, Ἕϙτωρ, κτλ. ― Τὸ ϙ σπάνιον ὂν ἤδη ἐν αὐτῇ τῇ δοκίμῳ ἀρχαιότητι ἐξετοπίσθη ὑπὸ τοῦ κ ὅπερ ἀνέκαθεν εἶχε καὶ λαρυγγικὸν καὶ οὐρανικὸν φθόγγον (οἷον ἐν τοῖς κόπτω, κράζω, κτῆνος ― κελεύω, κεῖμαι, κέρδος, κῆπος. Παλαιότεραι μαρτυρίαι. ϙuintil. I, 4, 9. ϙ, cuius similis effectu specieϙue (nisi ϙuod paullum a nostris obliϙuatur) Koppa apud Graecos nunc tantum in numero manet. ― Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 23· κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον… καὶ παρὰ γραμματικοῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Ἡσύχ. κοππατίας· ἵππος κεκαυμένος, ἐντετυπωμένον ἔχων σημεῖον τὸ κόππα. ― Σουΐδ. κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακται (; -ο) στοιχεῖον… παρὰ γὰρ τοῖς γραμματισταῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Σχόλ. εἰς Διονύσ. Θρᾷκα 496, 5· γράμματα δὲ καὶ παρὰ Χαλδαίοις καὶ Αἰγυπτίοις καί τινα ἕτερα, τὸ δίγαμμα καὶ τὸ κόππα καὶ τὸ καλούμενον παρακύϊσμα. ― Α. Ν. Γιάνναρης.