πελαγίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(c2)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0548.png Seite 548]] ὁ, fem. ῖτις, ιδος, ἡ, vom hohen Meere, auf dem hohen Meere, νᾶες, Hel. 80 (XII, 53).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0548.png Seite 548]] ὁ, fem. ῖτις, ιδος, ἡ, vom hohen Meere, auf dem hohen Meere, νᾶες, Hel. 80 (XII, 53).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. πελαγῑτις, -ίτιδος, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πελάγιος]], [[πελαγήσιος]], αυτός που ζει στο [[πέλαγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διαπλέει τα πελάγη («[[νῆες]] πελαγίτιδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιγιαλ</i>-[[ίτης]], <i>ωκεαν</i>-<i>ίτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 548] ὁ, fem. ῖτις, ιδος, ἡ, vom hohen Meere, auf dem hohen Meere, νᾶες, Hel. 80 (XII, 53).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πελαγῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
μσν.
πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος
αρχ.
αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. αιγιαλ-ίτης, ωκεαν-ίτις)].