ἀπεργασία: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(13_2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, [[χάριτος]] καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, [[χάριτος]] καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπεργασία''': ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, [[ἀποπεράτωσις]] ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. [[ἀπεργάζομαι]]. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. [[ἐργασία]], [[ἀσχολία]], [[ἐπιτήδευμα]], ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ [[τρόπος]] τῆς θεραπείας αὐτῶν, [[θεραπεία]], ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A finishing off, completing, of painters, πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt.312d; execution, workmanship, Arist.Po.1448b18. II causing, producing, ἀ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e; ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9. III working off of a debt, IG5(1).1390.77. IV ἡ ἀ. τῶν νόσων treatment, Pl.Alc.2.140b; τοῦ χώματος upkeep, POxy.729.8 (ii A. D.). V efficacy, ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀ. Iamb.Myst.5.8, al.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, χάριτος καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεργασία: ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, ἀποπεράτωσις ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. ἀπεργάζομαι. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. ἐργασία, ἀσχολία, ἐπιτήδευμα, ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας αὐτῶν, θεραπεία, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.