ἰθυπτίων: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von [[πέτομαι]], [[πτέσθαι]], die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an [[πίπτω]], grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder [[ἰθυκέαστος]], gerade zu spalten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von [[πέτομαι]], [[πτέσθαι]], die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an [[πίπτω]], grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder [[ἰθυκέαστος]], gerade zu spalten.
}}
{{ls
|lstext='''ἰθυπτίων''': πτῑ, ωνος, ὁ, ἡ, μόνον ἐν Ἰλ. Φ. 169, μελίην ἰθυπτίωνα Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε, ἐκ τοῦ [[πέτομαι]], κατ’ εὐθεῖαν πετομένην (πρβλ. ἰθὺς ΙΙ)· ἀλλ’ ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω ἰθυκτίωνα, ἐκ τοῦ κτεὶς ἢ [[κτηδών]], εὐθείας ἶνας ἔχων.
}}
}}

Revision as of 09:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠπτίων Medium diacritics: ἰθυπτίων Low diacritics: ιθυπτίων Capitals: ΙΘΥΠΤΙΩΝ
Transliteration A: ithyptíōn Transliteration B: ithyptiōn Transliteration C: ithyption Beta Code: i)qupti/wn

English (LSJ)

[πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ, only in Il.21.169 μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε, from πέτομαι,

   A straight-flying (cf. ἰθύς (A) 11):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. -κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).

German (Pape)

[Seite 1246] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von πέτομαι, πτέσθαι, die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an πίπτω, grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder ἰθυκέαστος, gerade zu spalten.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυπτίων: πτῑ, ωνος, ὁ, ἡ, μόνον ἐν Ἰλ. Φ. 169, μελίην ἰθυπτίωνα Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε, ἐκ τοῦ πέτομαι, κατ’ εὐθεῖαν πετομένην (πρβλ. ἰθὺς ΙΙ)· ἀλλ’ ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω ἰθυκτίωνα, ἐκ τοῦ κτεὶς ἢ κτηδών, εὐθείας ἶνας ἔχων.