λέμμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως [[λέμμα]] τὸ νῦν λεγόμενον [[δέρμα]], Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως [[λέμμα]] τὸ νῦν λεγόμενον [[δέρμα]], Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.
}}
{{ls
|lstext='''λέμμα''': τό, ([[λέπω]]) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, [[φλοιός]], [[λεπίς]], «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = [[ἁπλοῦς]] [[φλοιός]], «φλοῦδι» [[ἄνευ]] ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέμμα Medium diacritics: λέμμα Low diacritics: λέμμα Capitals: ΛΕΜΜΑ
Transliteration A: lémma Transliteration B: lemma Transliteration C: lemma Beta Code: le/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (λέπω)

   A that which is peeled off, rind, husk, Hp.Mul. 2.117, Ar.Av.674, Alex.266.3; τῆς . . σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Pl.Ti. 76a.    2 ἰχθύων λέμματα scales, Poll.6.51.    3 metaph., a mere husk, of one who has been swindled, Anaxil.33.5.

German (Pape)

[Seite 28] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως λέμμα τὸ νῦν λεγόμενον δέρμα, Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

λέμμα: τό, (λέπω) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, φλοιός, λεπίς, «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = ἁπλοῦς φλοιός, «φλοῦδι» ἄνευ ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.