ἐπιτάξ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(6_6)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτάξ''': Ἐπίρρ. ([[ἐπιτάσσω]]) κατὰ σειράν, ὡς τὸ [[ἐφεξῆς]], Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.
|lstext='''ἐπιτάξ''': Ἐπίρρ. ([[ἐπιτάσσω]]) κατὰ σειράν, ὡς τὸ [[ἐφεξῆς]], Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάξ Medium diacritics: ἐπιτάξ Low diacritics: επιτάξ Capitals: ΕΠΙΤΑΞ
Transliteration A: epitáx Transliteration B: epitax Transliteration C: epitaks Beta Code: e)pita/c

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτάσσω)

   A in a row, Arat.380.    II = συντόμως, Com.Adesp.1296 ; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2.    III by command or pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)

German (Pape)

[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.

Greek Monolingual

ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειράἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.