μοχθήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
|lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοχθήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, [[επίπονος]], [[επίμοχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθήεις Medium diacritics: μοχθήεις Low diacritics: μοχθήεις Capitals: ΜΟΧΘΗΕΙΣ
Transliteration A: mochthḗeis Transliteration B: mochthēeis Transliteration C: mochthieis Beta Code: moxqh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = μοχθηρός, Nic.Al.617.

German (Pape)

[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.

Greek Monolingual

μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρ-ήεις)].