ὑψιτενής: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_7) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψῐτενής''': -ές, ὁ εἰς [[ὕψος]] ἐκτεινόμενος, [[ὑψηλός]], [[δένδρον]] ὑψιτενές τε καὶ εὔκομον Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 38, 16, ἔκδ. Βόννης. | |lstext='''ὑψῐτενής''': -ές, ὁ εἰς [[ὕψος]] ἐκτεινόμενος, [[ὑψηλός]], [[δένδρον]] ὑψιτενές τε καὶ εὔκομον Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 38, 16, ἔκδ. Βόννης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές / [[ὑψιτενής]], -ές, ΝΜ<br />αυτός που εκτείνεται σε ύψος, [[ψηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υψιτενώς</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υψιτενή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>τενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A stretched on high, πόδες Opp.C.3.492; αὐχήν Nonn.D.4.376; on high, δαίμων ib. 40.83.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐτενής: -ές, ὁ εἰς ὕψος ἐκτεινόμενος, ὑψηλός, δένδρον ὑψιτενές τε καὶ εὔκομον Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 38, 16, ἔκδ. Βόννης.
Greek Monolingual
-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ
αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός.
επίρρ...
υψιτενώς Ν
κατά τρόπο υψιτενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυ-τενής].