πατρελασία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6_9) |
(31) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρελασία''': ἡ τοῦ Διὸς (ἡ ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐκδίωξις τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Κρόνου), Ἀρσέν. Κερκύρας ἐν Κερκυραῖκ. Ἀνεκδ. ἔκδ. Λ. σ. 18, 18. | |lstext='''πατρελασία''': ἡ τοῦ Διὸς (ἡ ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐκδίωξις τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Κρόνου), Ἀρσέν. Κερκύρας ἐν Κερκυραῖκ. Ἀνεκδ. ἔκδ. Λ. σ. 18, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «[[πατρελασία]] ἡ τοῡ [[Διός]]» — η [[εκδίωξη]] από τον Δία του [[πατέρα]] του Κρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐλασία]] «[[απέλαση]], [[εκδίωξη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πατρελασία: ἡ τοῦ Διὸς (ἡ ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐκδίωξις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Κρόνου), Ἀρσέν. Κερκύρας ἐν Κερκυραῖκ. Ἀνεκδ. ἔκδ. Λ. σ. 18, 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
φρ. «πατρελασία ἡ τοῡ Διός» — η εκδίωξη από τον Δία του πατέρα του Κρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἐλασία «απέλαση, εκδίωξη»].