ἁπαλός: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλός''': -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, [[μαλακός]] εἰς τὴν ἁφήν, [[τρυφερός]]· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν [[ἀκωκή]] Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 ([[οὕτως]], ἁπαλὰς λαβοῦσα, [[νέας]] τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· [[οὕτως]], ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, [[τρυφερός]], εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. [[ἀμαλός]])· [[βρέφος]] ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· [[βλέφαρον]] τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. [[ψυχή]] Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου [[πυρός]], Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ. , [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[γλυκύς]], ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. [[δίαιτα]], ἁβρὰ [[δίαιτα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι [[ἁπαλός]], ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - [[προσέτι]], ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου [[πυρός]], Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[μαλθακός]], οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ [[λευκός]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ [[ἁπαλός]] καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. [[ἁβρός]]. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· [[διότι]] τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω]. | |lstext='''ἁπᾰλός''': -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, [[μαλακός]] εἰς τὴν ἁφήν, [[τρυφερός]]· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν [[ἀκωκή]] Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 ([[οὕτως]], ἁπαλὰς λαβοῦσα, [[νέας]] τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· [[οὕτως]], ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, [[τρυφερός]], εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. [[ἀμαλός]])· [[βρέφος]] ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· [[βλέφαρον]] τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. [[ψυχή]] Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου [[πυρός]], Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ. , [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[γλυκύς]], ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. [[δίαιτα]], ἁβρὰ [[δίαιτα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι [[ἁπαλός]], ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - [[προσέτι]], ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου [[πυρός]], Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[μαλθακός]], οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ [[λευκός]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ [[ἁπαλός]] καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. [[ἁβρός]]. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· [[διότι]] τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />tendre, délicat ; <i>adv.</i> • ἁπαλὸν γελᾶν OD rire d’un rire aimable.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sapere, avoir de la saveur. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A soft to the touch, tender: in Hom. mostly of the human body, ἁπαλὴν ὑπὸ δειρήν Il.3.371; παρειάων ἁπαλάων 18.123; ἁπαλοῖο δι' αὐχένος ἦλθεν ἀκωκή 17.49; ἁ. πόδες 19.92; ἁ. τέ σφ' ἦτορ ἀπηύρα, i. e. the life of young animals, 11.115; ἵεσαν αὐδὴν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Hes.Sc.279; δέρα Sapph.Supp.23.16; of persons, delicate, παῖδες Alc.Supp.14.5; εὐμορφοτέρα . . τᾶς ἀπάλας Γυρίννως Sapph.76; of flowers, ἄνθρυσκα Ead.Supp.25.13; rare in Trag., and only in lyr., παρειά A.Supp.70; βρέφος ἁ. E.IA1285; βλέφαρον τέγγουσ' ἁ. El. 1339; more freq. in Com., σισύμβριον Cratin.239; κρέα Ar.Lys. 1063; δάκτυλοι Alex.48; θερμολουσίαις ἁπαλοί Com.Adesp.56; so in Prose, ἁ. ψυχή Pl.Phdr.245a; of raw fruit, Hdt.2.92, cf. X.Oec.19.18; of tender meat, Id.An.1.5.2; soft-boiled, of eggs, Cael.Aur. AP2.18; of a gentle fire, Philem.79.8, D.S.3.25. II metaph., soft, gentle, ἁπαλὸν γελάσαι laugh gently, Od.14.465; ἁ. δίαιτα soft, delicate, Pl.Phdr.239c; τῶ αὐτῷ . . χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ Ἔρωτα ὅτι ἁπαλός Id.Smp.195e (also in Sup.); ἁ. εἴσπλους λιμένος, opp. τραχύς, Cratin.357. Adv. ἁπαλῶς, ὀπτᾶν to roast moderately, Sotad. Com.1.16: Comp. ἁπαλωτέρως, ἅπτεσθαι Hp.Art.37. 2 in bad sense, soft, weak, ὡς ἁ. καὶ λευκὸς [οἶνος] Cratin.183; λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος, ἁ. Ar.Th.192. [ᾰπᾰλος; for καλάμῳ . . ὑπᾱπάλῳ, in Theoc.28.4, is corrupt.]
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλός: -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, μαλακός εἰς τὴν ἁφήν, τρυφερός· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν ἀκωκή Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ ἦτορ ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 (οὕτως, ἁπαλὰς λαβοῦσα, νέας τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· οὕτως, ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, τρυφερός, εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. ἀμαλός)· βρέφος ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· βλέφαρον τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. ψυχή Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου πυρός, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ. , μαλακός, ἥσυχος, γλυκύς, ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. δίαιτα, ἁβρὰ δίαιτα, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι ἁπαλός, ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - προσέτι, ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου πυρός, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μαλακός, μαλθακός, οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ λευκός, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ ἁπαλός καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. ἁβρός. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· διότι τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 εἶναι ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω].
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tendre, délicat ; adv. • ἁπαλὸν γελᾶν OD rire d’un rire aimable.
Étymologie: cf. lat. sapere, avoir de la saveur.