μῶδιξ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_10)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶδιξ''': ἡ, = σμῶδιξ.
|lstext='''μῶδιξ''': ἡ, = σμῶδιξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶδιξ]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σμῶδιξ]]», [[πρήξιμο]] από [[χτύπημα]], [[μώλωπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σμῶδιξ]]<br />[[φλέψ]], [[φλυκτίς]] (<b>Ησύχ.</b>), με σίγηση του αρκτικού -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σμικρός]]: [[μικρός]])].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶδιξ Medium diacritics: μῶδιξ Low diacritics: μώδιξ Capitals: ΜΩΔΙΞ
Transliteration A: mō̂dix Transliteration B: mōdix Transliteration C: modiks Beta Code: mw=dic

English (LSJ)

ἡ,

   A = σμῶδιξ, Id. μωδύει· θάλπει, μωραίνει, ἐκλύει, Id. (leg. μωλύει). μώδυξ· ἀπαίδευτος, Id. (leg. μῶλυξ).

German (Pape)

[Seite 225] = σμῶδιξ, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μῶδιξ: ἡ, = σμῶδιξ.

Greek Monolingual

μῶδιξ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σμῶδιξ
φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση του αρκτικού -σ- (πρβλ. σμικρός: μικρός)].