λᾶϊγξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾶϊγξ''': γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[λᾶας]], μικρὸς [[λίθος]], «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. [[καθόλου]], [[λίθος]], Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ. | |lstext='''λᾶϊγξ''': γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[λᾶας]], μικρὸς [[λίθος]], «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. [[καθόλου]], [[λίθος]], Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=λάϊγγος (ἡ) :<br />petite pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας,
A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95. II generally, stone, A.R.1.402, al.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.