ἀπεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεργασία''': ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, [[ἀποπεράτωσις]] ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. [[ἀπεργάζομαι]]. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. [[ἐργασία]], [[ἀσχολία]], [[ἐπιτήδευμα]], ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ [[τρόπος]] τῆς θεραπείας αὐτῶν, [[θεραπεία]], ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.
|lstext='''ἀπεργασία''': ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, [[ἀποπεράτωσις]] ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. [[ἀπεργάζομαι]]. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. [[ἐργασία]], [[ἀσχολία]], [[ἐπιτήδευμα]], ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ [[τρόπος]] τῆς θεραπείας αὐτῶν, [[θεραπεία]], ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail pour finir, achèvement;<br /><b>2</b> action de produire, production, cause;<br /><b>3</b> maniement d’une affaire ; <i>particul.</i> traitement d’une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεργᾰσία Medium diacritics: ἀπεργασία Low diacritics: απεργασία Capitals: ΑΠΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: apergasía Transliteration B: apergasia Transliteration C: apergasia Beta Code: a)pergasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A finishing off, completing, of painters, πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt.312d; execution, workmanship, Arist.Po.1448b18.    II causing, producing, ἀ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e; ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9.    III working off of a debt, IG5(1).1390.77.    IV ἡ ἀ. τῶν νόσων treatment, Pl.Alc.2.140b; τοῦ χώματος upkeep, POxy.729.8 (ii A. D.).    V efficacy, ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀ. Iamb.Myst.5.8, al.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, χάριτος καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεργασία: ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, ἀποπεράτωσις ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. ἀπεργάζομαι. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. ἐργασία, ἀσχολία, ἐπιτήδευμα, ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας αὐτῶν, θεραπεία, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail pour finir, achèvement;
2 action de produire, production, cause;
3 maniement d’une affaire ; particul. traitement d’une maladie.
Étymologie: ἀπεργάζομαι.