εὐδιάσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάσπαστος''': -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9. | |lstext='''εὐδιάσπαστος''': -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιάσπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασπάται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διασπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διασπώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[διάσπαστος]], <i>δυσ</i>-[[διάσπαστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.
Greek Monolingual
εὐδιάσπαστος, -ον (Α)
αυτός που διασπάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α-διάσπαστος, δυσ-διάσπαστος.