κακοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοτράχηλος''': -ον, ἔχων κακόν, ἀσθενῆ τράχηλον, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμηρ. σ. 1, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἀτράχηλος]].
|lstext='''κακοτράχηλος''': -ον, ἔχων κακόν, ἀσθενῆ τράχηλον, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμηρ. σ. 1, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἀτράχηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοτράχηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κακοφτειαγμένο, ασθενή τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτράχηλος Medium diacritics: κακοτράχηλος Low diacritics: κακοτράχηλος Capitals: ΚΑΚΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: kakotráchēlos Transliteration B: kakotrachēlos Transliteration C: kakotrachilos Beta Code: kakotra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A gloss on ἀτράχηλος, Apollon.Lex.s.v. .

German (Pape)

[Seite 1304] mit schlechtem Halse, Apoll. L. H. init.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτράχηλος: -ον, ἔχων κακόν, ἀσθενῆ τράχηλον, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμηρ. σ. 1, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀτράχηλος.

Greek Monolingual

κακοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακοφτειαγμένο, ασθενή τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τράχηλος.