μυριόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(6_17)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους φίλους, Θεμίστ. 270Α.
|lstext='''μῡριόφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους φίλους, Θεμίστ. 270Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητους φίλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόφῐλος Medium diacritics: μυριόφιλος Low diacritics: μυριόφιλος Capitals: ΜΥΡΙΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: myrióphilos Transliteration B: myriophilos Transliteration C: myriofilos Beta Code: murio/filos

English (LSJ)

ον,

   A with numberless friends, Them.Or.22.270a.

German (Pape)

[Seite 220] mit unzähligen Freunden, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφῐλος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους φίλους, Θεμίστ. 270Α.

Greek Monolingual

μυριόφιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητους φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + φίλος].