ἀγαθοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαθοποιός''': -όν, ὁ πράττων τὸ ἀγαθόν, [[εὐεργετικός]]. Πλούτ. 2, 368Β. Ο΄, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀστρολογικὸς ὅρος = δίδων καλὸν [[σημεῖον]], καλὰ προοιωνιζόμενος Ἀρτεμ. 4. 59. Εὐσ. Εὐ. Προπαρ. 295Δ. | |lstext='''ἀγαθοποιός''': -όν, ὁ πράττων τὸ ἀγαθόν, [[εὐεργετικός]]. Πλούτ. 2, 368Β. Ο΄, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀστρολογικὸς ὅρος = δίδων καλὸν [[σημεῖον]], καλὰ προοιωνιζόμενος Ἀρτεμ. 4. 59. Εὐσ. Εὐ. Προπαρ. 295Δ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />bienfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθός]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A beneficent, LXX Si.42.14, Plu.2.368b, Porph.Marc. 17; of the King of Persia, Men.Prot.p.16D.: c. gen., -ποιὲ τῆς οἰκουμένης PMag.Lond.122.16. II Astrol., exerting beneficent influence, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, PMag.Lond.46.48, etc. III creating the Good, Dam.Pr.33.
German (Pape)
[Seite 6] wohlthätig, LXX. u. Sp.; recht handelnd, Plut. Is. et Os. 42; 1 Petr. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοποιός: -όν, ὁ πράττων τὸ ἀγαθόν, εὐεργετικός. Πλούτ. 2, 368Β. Ο΄, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀστρολογικὸς ὅρος = δίδων καλὸν σημεῖον, καλὰ προοιωνιζόμενος Ἀρτεμ. 4. 59. Εὐσ. Εὐ. Προπαρ. 295Δ.