ἡμίχλωρος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_17) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ. | |lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίχλωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[χλωρός]], ο μισοπράσινος. | |||
}} | }} |