ὑπομνηματιστής: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(6_19) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομνημᾰτιστής''': -οῦ, ὁ, [[ἑρμηνευτής]], [[σχολιαστής]], Εὐστ. Πονημάτ. 61. 4, κλπ. | |lstext='''ὑπομνημᾰτιστής''': -οῦ, ὁ, [[ἑρμηνευτής]], [[σχολιαστής]], Εὐστ. Πονημάτ. 61. 4, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑπομνηματιστής]], ΝΜΑ [[ὑπομνηματίζω]], -<i>ομαι]]<br />[[συντάκτης]] ερμηνευτικών σημειώσεων, [[σχολιαστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στενογράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει [[κάτι]] δημοσίως<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὑπόμνημα]] λέγων». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A commentator, τοῦ Ἱπποκράτους Steph.in Hp. 2.458 D. 2 = ὁ ὑπόμνημα λέγων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, der eine Denkschrift od. Erklärung schreibt, Hesych. u. Eust. – In Alexandria eine obrigkeitliche Person, Strab. XVII.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομνημᾰτιστής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, σχολιαστής, Εὐστ. Πονημάτ. 61. 4, κλπ.
Greek Monolingual
ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ ὑπομνηματίζω, -ομαι]]
συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής
μσν.-αρχ.
στενογράφος
αρχ.
1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων».