ἐφαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφαιρέομαι''': Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι [[ὅπως]] διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., [[ἐκλέγω]] διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.
|lstext='''ἐφαιρέομαι''': Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι [[ὅπως]] διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., [[ἐκλέγω]] διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />élire à la place d’un autre ; <i>Pass. (part. pf.</i> [[ἐφῃρημένος]]) être élu en remplacement d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἱρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1112] (s. αἱρέω), noch dazu wählen, D. C. 49, 43; ἐφῃρημένος, noch dazu gewählt, phuc. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαιρέομαι: Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι ὅπως διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., ἐκλέγω διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. τύπος ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
élire à la place d’un autre ; Pass. (part. pf. ἐφῃρημένος) être élu en remplacement d’un autre.
Étymologie: ἐπί, αἱρέω.