προσποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσποιέω''': παραχωρῶ, προσθέτω ἢ [[προσάπτω]], Λατ. tradere alicui in manus, πρ. τινι τὴν Κέρκυραν Θουκ. 1. 55, πρβλ. 2. 2., 3. 70, κτλ.· πρ. Λέσβον τῇ πόλει Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28, κτλ.· πρ. τινι [[χάριν]] Δημ. 1393. 15. 2) = προσποιέομαι, Ξεν. Ἐφέσ. 1. 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (μετ’ ἀορ. παθητ. πρκμ. παρὰ Πολυβ., Διοδ.)· - προσθέτω ἢ [[προσάπτω]] εἰς ἐμαυτόν, ξύλινον [[πόδα]] Ἡρόδ. 9. 37· - ἐπὶ προσώπων, προσελκύω εἰς ἐμαυτόν, προσκτῶμαι, [[κάμνω]] νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, [[λαμβάνω]] μὲ τὸ [[μέρος]] μου, τινα Ἡρόδ. 5. 71., 6. 69, Θουκ. 4. 77, κτλ.· τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 215· τοὺς θεοὺς Ξεν. Πόροι 6, 3· καὶ [[μετὰ]] δευτέρας αἰτ., φίλους πρ. τοὺς Λακεδαιμονίους Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· εὔνουν πρ. τινα Εὐρ. Ἑλ. 1387· ὑπηκόους τὰς πόλεις Θουκ. 1. 8· πρ. [[χωρίον]] ἐς ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 2. 30. 2) ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, Λατ. affectare, μετ’ αἰτ., τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν ὁ αὐτ. 1. 137· φήμην Αἰσχίν. 50. 26· μείζω τῶν ὑπαρχόντων Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 7, 10· - [[μετὰ]] γενικ. διαιρετ., πρ. χρημάτων, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί..., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 871, πρβλ. Ἰσαῖ. 46. 36., 47. 11. 3) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ὀργὴν Ἡρόδ. 2. 121. 4· τὸ δεῖσθαι Ἰσοκρ. 7Β· πρ. ἔχθραν Θουκ. 8. 108· πρ. Ἀριστοτέλην Λουκ. Ἁλιεὺς 50. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., προσποιοῦμαι ὅτι [[κάμνω]] ἢ εἶμαι, Ἡρόδ. 3. 2, Ἀντιφῶν 119. 26, Λυσί. 92. 43· ὅσοι πολιτικοὶ πρ. [[εἶναι]], κάμνουν ὅτι [[εἶναι]]..., Πλάτ. Γοργ. 519C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 108Ε, κτλ. πρ. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23D, πρβλ. 26Ε· ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Δημ. 269. 9· μὴ ἀποκτείνας πρ. (ἐξυπακ. ἀποκτεῖναι) Λυσί. 136. 42· - μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[κάμνω]] ὅτι [[τάχα]]..., Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, κτλ. 5) μετ’ ἀρνητ., ὡς τὸ Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι, νὰ προσποιηθῶσιν ὅτι δὲν ἠδίκησαν, Θουκ. 3. 47· τούτων οὐ προσποιουμένων Δημ. 1142. 11· οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἢν μὴ προσποιῇ Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 8, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ. ἀορ., σαφῶς εἰδώς..., οὐ προσποιηθεὶς δὲ Πολύβ. 5. 25, 7, πρβλ. 31· 22, 1.
|lstext='''προσποιέω''': παραχωρῶ, προσθέτω ἢ [[προσάπτω]], Λατ. tradere alicui in manus, πρ. τινι τὴν Κέρκυραν Θουκ. 1. 55, πρβλ. 2. 2., 3. 70, κτλ.· πρ. Λέσβον τῇ πόλει Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28, κτλ.· πρ. τινι [[χάριν]] Δημ. 1393. 15. 2) = προσποιέομαι, Ξεν. Ἐφέσ. 1. 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (μετ’ ἀορ. παθητ. πρκμ. παρὰ Πολυβ., Διοδ.)· - προσθέτω ἢ [[προσάπτω]] εἰς ἐμαυτόν, ξύλινον [[πόδα]] Ἡρόδ. 9. 37· - ἐπὶ προσώπων, προσελκύω εἰς ἐμαυτόν, προσκτῶμαι, [[κάμνω]] νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, [[λαμβάνω]] μὲ τὸ [[μέρος]] μου, τινα Ἡρόδ. 5. 71., 6. 69, Θουκ. 4. 77, κτλ.· τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 215· τοὺς θεοὺς Ξεν. Πόροι 6, 3· καὶ [[μετὰ]] δευτέρας αἰτ., φίλους πρ. τοὺς Λακεδαιμονίους Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· εὔνουν πρ. τινα Εὐρ. Ἑλ. 1387· ὑπηκόους τὰς πόλεις Θουκ. 1. 8· πρ. [[χωρίον]] ἐς ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 2. 30. 2) ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, Λατ. affectare, μετ’ αἰτ., τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν ὁ αὐτ. 1. 137· φήμην Αἰσχίν. 50. 26· μείζω τῶν ὑπαρχόντων Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 7, 10· - [[μετὰ]] γενικ. διαιρετ., πρ. χρημάτων, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί..., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 871, πρβλ. Ἰσαῖ. 46. 36., 47. 11. 3) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ὀργὴν Ἡρόδ. 2. 121. 4· τὸ δεῖσθαι Ἰσοκρ. 7Β· πρ. ἔχθραν Θουκ. 8. 108· πρ. Ἀριστοτέλην Λουκ. Ἁλιεὺς 50. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., προσποιοῦμαι ὅτι [[κάμνω]] ἢ εἶμαι, Ἡρόδ. 3. 2, Ἀντιφῶν 119. 26, Λυσί. 92. 43· ὅσοι πολιτικοὶ πρ. [[εἶναι]], κάμνουν ὅτι [[εἶναι]]..., Πλάτ. Γοργ. 519C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 108Ε, κτλ. πρ. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23D, πρβλ. 26Ε· ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Δημ. 269. 9· μὴ ἀποκτείνας πρ. (ἐξυπακ. ἀποκτεῖναι) Λυσί. 136. 42· - μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[κάμνω]] ὅτι [[τάχα]]..., Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, κτλ. 5) μετ’ ἀρνητ., ὡς τὸ Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι, νὰ προσποιηθῶσιν ὅτι δὲν ἠδίκησαν, Θουκ. 3. 47· τούτων οὐ προσποιουμένων Δημ. 1142. 11· οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἢν μὴ προσποιῇ Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 8, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ. ἀορ., σαφῶς εἰδώς..., οὐ προσποιηθεὶς δὲ Πολύβ. 5. 25, 7, πρβλ. 31· 22, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />disposer en faveur de, gagner, concilier : προσποιοῦσιν αὐτοῖς τὴν Κέρκυραν THC ils gagnent Corcyre à leur cause;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσποιέομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> προσεποιησάμην <i>ou</i> προσεποιήθην);<br /><b>I.</b> se faire faire en outre, se faire ajouter : ξύλινον πόδα HDT une jambe de bois;<br /><b>II.</b> attirer à soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se concilier, gagner, acc.;<br /><b>2</b> se rendre maître de, s’approprier, gén., <i>qqf acc.</i><br /><b>III.</b> se donner l’air de ; <i>p. suite :</i>;<br /><b>1</b> faire semblant de, feindre : [[εἰδέναι]], de savoir ; [[ψευδῶς]] τὴν [[τῶν]] γεφυρῶν διάλυσιν THC feindre mensongèrement d’avoir rompu les ponts;<br /><b>2</b> simuler, figurer, représenter : τὸν Ἀριστοτέλην LUC figurer le personnage d’Aristote;<br /><b>3</b> se figurer à soi-même : [[οὐ]] προσποιεῖν ne pas se figurer (qu’une chose est), tenir pour non avenu, ignorer ; [[δεῖ]] καὶ [[εἰ]] ἠδίκησαν μὴ προσποιεῖσθαι THC il faut, même s’ils ont des torts, feindre de les ignorer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ποιέω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιέω Medium diacritics: προσποιέω Low diacritics: προσποιέω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΕΩ
Transliteration A: prospoiéō Transliteration B: prospoieō Transliteration C: prospoieo Beta Code: prospoie/w

English (LSJ)

   A make over to, add or attach to, π. τισὶ τὴν Κέρκυραν Th. 1.55, cf. 2.2, 3.70, etc.; Λέσβον π. τῇ πόλει X.HG4.8.28, etc.; χάριν D.60.14, cf. Plot.6.1.21.    2 μνημείῳ κακὸν π. do damage to, MAMA4.27.    3 = προσποιέομαι 11.3, ὡς εἴη X.Eph.1.5.    II mostly in Med., with aor. Pass. in Plb. (v. infr. 5), D.S.15.46, 19.6:—procure for oneself, ξύλινον πόδα Hdt.9.37; include in one's purview, Plot.6.1.19, 6.3.8, 6.3.19: most freq. of persons, attach to oneself, win or gain over, ἑταιρηΐην Hdt.5.71, cf. 6.66, Th.4.77, etc.; τὸν δῆμον Ar.Eq.215; [θεούς] X.Vect.6.3: c.dupl.acc., φίλους π. τινάς as friends, Hdt.1.6; εὔνουν π. τινά E.Hel.1387; ὑπηκόους τὰς πόλεις Th.1.8; π. χωρίον ἐς τὴν ξυμμαχίαν Id.2.30.    2 take to oneself what does not belong to one, pretend to, lay claim to, c. acc., τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν Id.1.137; φήμην Aeschin.2.166; μείζω τῶν ὑπαρχόντων Arist.EN1127b9: c. gen. partit., π. τῶν χρημάτων claim some of . ., Ar. Ec.871, cf. Is.4.3,7.    3 generally, pretend, affect, ὀργήν Hdt.2.121. δ; τὸ δεῖσθαι Isoc.1.24; π. ἔχθραν use it as a pretence, allege, Th.8.108; π. Ἀριστοτέλην Luc.Pisc.50: c.acc.part., προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον Ph.2.531.    4 c. inf., pretend to do or to be, Hdt.3.2, Antipho 2.4.2, Lys.1.13; ὅσοι πολιτικοὶ π. εἶναι profess to be, Pl.Grg. 519c, cf. Alc.1.108e, etc.; π. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν Id.Ap.23d, cf. 26e; ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (sc. εἶναι) D.18.125; μὴ ἀποκτείνας π. (sc. ἀποκτεῖναι) Lys.13.75: aor.Pass., -ποιηθεὶς στρατεύειν D.S.19.6: c. inf. fut., make as if one would, X.An.4.3.20, etc.    5 with a neg., pretend the contrary, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι one must make as if it were not so, Th.3.47, cf. Thphr. Char.1.5; τούτων οὐ προσποιουμένων D.47.10; οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἂν μὴ προσποιῇ Men.Epit.Fr.8, cf. Philem.23: aor. Pass., σαφῶς εἰδὼς... οὐ προσποιηθεὶς δέ Plb.5.25.7, cf. 31.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιέω: παραχωρῶ, προσθέτω ἢ προσάπτω, Λατ. tradere alicui in manus, πρ. τινι τὴν Κέρκυραν Θουκ. 1. 55, πρβλ. 2. 2., 3. 70, κτλ.· πρ. Λέσβον τῇ πόλει Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28, κτλ.· πρ. τινι χάριν Δημ. 1393. 15. 2) = προσποιέομαι, Ξεν. Ἐφέσ. 1. 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (μετ’ ἀορ. παθητ. πρκμ. παρὰ Πολυβ., Διοδ.)· - προσθέτω ἢ προσάπτω εἰς ἐμαυτόν, ξύλινον πόδα Ἡρόδ. 9. 37· - ἐπὶ προσώπων, προσελκύω εἰς ἐμαυτόν, προσκτῶμαι, κάμνω νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ, λαμβάνω, ἀποκτῶ, λαμβάνω μὲ τὸ μέρος μου, τινα Ἡρόδ. 5. 71., 6. 69, Θουκ. 4. 77, κτλ.· τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 215· τοὺς θεοὺς Ξεν. Πόροι 6, 3· καὶ μετὰ δευτέρας αἰτ., φίλους πρ. τοὺς Λακεδαιμονίους Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· εὔνουν πρ. τινα Εὐρ. Ἑλ. 1387· ὑπηκόους τὰς πόλεις Θουκ. 1. 8· πρ. χωρίον ἐς ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 2. 30. 2) ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, Λατ. affectare, μετ’ αἰτ., τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν ὁ αὐτ. 1. 137· φήμην Αἰσχίν. 50. 26· μείζω τῶν ὑπαρχόντων Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 7, 10· - μετὰ γενικ. διαιρετ., πρ. χρημάτων, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί..., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 871, πρβλ. Ἰσαῖ. 46. 36., 47. 11. 3) καθόλου, προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ὀργὴν Ἡρόδ. 2. 121. 4· τὸ δεῖσθαι Ἰσοκρ. 7Β· πρ. ἔχθραν Θουκ. 8. 108· πρ. Ἀριστοτέλην Λουκ. Ἁλιεὺς 50. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., προσποιοῦμαι ὅτι κάμνω ἢ εἶμαι, Ἡρόδ. 3. 2, Ἀντιφῶν 119. 26, Λυσί. 92. 43· ὅσοι πολιτικοὶ πρ. εἶναι, κάμνουν ὅτι εἶναι..., Πλάτ. Γοργ. 519C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 108Ε, κτλ. πρ. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23D, πρβλ. 26Ε· ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (ἐξυπακ. εἶναι) Δημ. 269. 9· μὴ ἀποκτείνας πρ. (ἐξυπακ. ἀποκτεῖναι) Λυσί. 136. 42· - μετ’ ἀπαρ. μέλλ., κάμνω ὅτι τάχα..., Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, κτλ. 5) μετ’ ἀρνητ., ὡς τὸ Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι, νὰ προσποιηθῶσιν ὅτι δὲν ἠδίκησαν, Θουκ. 3. 47· τούτων οὐ προσποιουμένων Δημ. 1142. 11· οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἢν μὴ προσποιῇ Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 8, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1· οὕτως ἐν τῷ παθητ. ἀορ., σαφῶς εἰδώς..., οὐ προσποιηθεὶς δὲ Πολύβ. 5. 25, 7, πρβλ. 31· 22, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
disposer en faveur de, gagner, concilier : προσποιοῦσιν αὐτοῖς τὴν Κέρκυραν THC ils gagnent Corcyre à leur cause;
Moy. προσποιέομαι-οῦμαι (ao. προσεποιησάμην ou προσεποιήθην);
I. se faire faire en outre, se faire ajouter : ξύλινον πόδα HDT une jambe de bois;
II. attirer à soi, d’où
1 se concilier, gagner, acc.;
2 se rendre maître de, s’approprier, gén., qqf acc.
III. se donner l’air de ; p. suite :;
1 faire semblant de, feindre : εἰδέναι, de savoir ; ψευδῶς τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν THC feindre mensongèrement d’avoir rompu les ponts;
2 simuler, figurer, représenter : τὸν Ἀριστοτέλην LUC figurer le personnage d’Aristote;
3 se figurer à soi-même : οὐ προσποιεῖν ne pas se figurer (qu’une chose est), tenir pour non avenu, ignorer ; δεῖ καὶ εἰ ἠδίκησαν μὴ προσποιεῖσθαι THC il faut, même s’ils ont des torts, feindre de les ignorer.
Étymologie: πρός, ποιέω.