ἀναστρέφω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστρέφω''': ποιητ. ἀνστρέφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀνέστροφα Θεόγνητος ἐν «Φάσματι» 1. 8, γυρίζω τι «ξανάστροφα», [[στρέφω]] τὰ ἄνω [[κάτω]], [[ἀνατρέπω]], μή πως... δίφρους [[ἀνστρέψειαν]] Ἰλ. Ψ. 436· ὁ γὰρ θεὸς πάντ᾿ ἀν. [[πάλιν]] Εὐρ. Ἱκ. 331· ἀν. γένος Ἀριστοφ. Ὄρ. 1240· ἀναστρέφειν τὴν καρδίαν, ἀναστρέφειν τὸν στόμαχον, ἐγείρειν ἔμετον, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν [τὴν καρδίαν] κτλ. Θουκ. 2. 49: [[ἀνατρέπω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 333, Εὐρ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 779: ‒ Παθ. μέλλ. ἀναστραφήσεται τὰ πράγματα Ἰσοκρ. 95Α· πρκμ., ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 129Ε· [[ὄρος]]... ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ἀνεσκαμμένον [[πανταχοῦ]] ἐν τῇ ζητήσει μετάλλων, Ἡρόδ. 6. 47, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 16, 11. ΙΙ. [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], [[φέρω]] [[ὀπίσω]], τινὰ ἐξ ᾍδου Σοφ. Φ. 449, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1228· [[ἀναδικάζω]] τινά, ἢ σοὶ [[πάλιν]] ἀναστρέψω δίκην ὁ αὐτ. Βάκχ. 793· ὄμμ᾿ ἀν. κύκλῳ, [[περιστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλ. 1557: [[συλλέγω]] στρατιώτας, Ξεν. Ἑλ. 6. 2, 21. 2) ἀμετάβ., [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], γύρῳ ἢ [[πέριξ]], [[ὑποστρέφω]], ἀποχωρῶ, Ἡρόδ. 1. 80, καὶ [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ., ἰδίως κατὰ μετοχ., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν Ξεν. Ἀν. 1. 4, 5, κτλ.: ‒ ἀναστρέφον, τό, ἴδε [[ἀνακυκλικός]]. ΙΙΙ. παρὰ γραμμ., [[γράφω]] κατ᾿ ἀναστροφήν, ὡς π.χ. πέρι ἀντὶ περὶ Σχόλ. Ἑνετ. Ἰλ. Ι. 449. Β. Παθ., ἴδε ἀνωτ. Ι. ΙΙ. εἶμαι ἢ κατοικῶ ἔν τινι τόπῳ, ὡς τὸ Λατ. versari, [[ἀλλά]] τιν᾿ [[ἄλλην]] γαῖαν ἀναστρέψομαι, ἀλλὰ περιστρέφομαι εἰς [[ἄλλην]] τινὰ χώραν, Ὀδ. Ν. 326, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· ([[οὕτως]], ἀναστρέφειν [[πόδα]] ἐν γῇ Εὐρ. Ἱππ. 1176)· ἀναστρέφεσθαι ἔν Ἄργει ὁ αὐτ. Τρῳ. 993· ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 558Α· ἀν. [[ταύτῃ]] Θουκ. 8. 94· ἐν εὐφροσύναις Ξεν. Ἀγησ. 9. 4· ἐν τοῖς ἤθεσι Πλάτ. Νόμ. 865Ε: ‒ [[οὕτως]], ἀν. ἐν ξυμμαχίᾳ, διατελῶ ἐν συμμαχίᾳ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 2· ἀν. ἐν γεωργίᾳ, καταγίνομαι εἰς τὴν γεωργίαν..., ὁ αὐτ. Οἰκ. 5. 13· ἐπὶ κυνηγεσίαις Πολύβ. 32. 15, 19: ‒ [[καθόλου]], [[διάγω]], συμπεριφέρομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· θρασέως, ἀχαρίστως ἀν. εἴς τινα Πολύβ. 1. 9, 7., 25. 1, 10. 2) περιστρέφομαι, περιοδικῶς [[ἐπανέρχομαι]], ὡς ὁ [[ἥλιος]] ἐν τῷ οὐρανῷ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙΙ. ἐπὶ στρατιωτῶν, συναγείρομαι καὶ στρέφομαι κατὰ [[μέτωπον]] τοῦ ἐχθροῦ, [[ὅπως]] δεχθῶ τὴν ἔφοδον [[αὐτοῦ]] ἢ ἀντικρούσω αὐτόν, ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 10, 12, κτλ. 2) ἀνατρέπομαι, μετατρέπομαι, ἐμοὶ τοῦτ᾿ ἀνέστραπται ὁ αὐτ. Ἱέρ. 4. 5, πρβλ. Κύρ. 8. 8, 13, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5. 3) [[ἐπανέρχομαι]], γεννῶμαι [[πάλιν]], ἐκ γῆς [[πάλιν]] ἀναστρεφόμενον Πλάτ. Πολιτικ. 271Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 20.
|lstext='''ἀναστρέφω''': ποιητ. ἀνστρέφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀνέστροφα Θεόγνητος ἐν «Φάσματι» 1. 8, γυρίζω τι «ξανάστροφα», [[στρέφω]] τὰ ἄνω [[κάτω]], [[ἀνατρέπω]], μή πως... δίφρους [[ἀνστρέψειαν]] Ἰλ. Ψ. 436· ὁ γὰρ θεὸς πάντ᾿ ἀν. [[πάλιν]] Εὐρ. Ἱκ. 331· ἀν. γένος Ἀριστοφ. Ὄρ. 1240· ἀναστρέφειν τὴν καρδίαν, ἀναστρέφειν τὸν στόμαχον, ἐγείρειν ἔμετον, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν [τὴν καρδίαν] κτλ. Θουκ. 2. 49: [[ἀνατρέπω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 333, Εὐρ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 779: ‒ Παθ. μέλλ. ἀναστραφήσεται τὰ πράγματα Ἰσοκρ. 95Α· πρκμ., ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 129Ε· [[ὄρος]]... ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ἀνεσκαμμένον [[πανταχοῦ]] ἐν τῇ ζητήσει μετάλλων, Ἡρόδ. 6. 47, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 16, 11. ΙΙ. [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], [[φέρω]] [[ὀπίσω]], τινὰ ἐξ ᾍδου Σοφ. Φ. 449, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1228· [[ἀναδικάζω]] τινά, ἢ σοὶ [[πάλιν]] ἀναστρέψω δίκην ὁ αὐτ. Βάκχ. 793· ὄμμ᾿ ἀν. κύκλῳ, [[περιστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλ. 1557: [[συλλέγω]] στρατιώτας, Ξεν. Ἑλ. 6. 2, 21. 2) ἀμετάβ., [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], γύρῳ ἢ [[πέριξ]], [[ὑποστρέφω]], ἀποχωρῶ, Ἡρόδ. 1. 80, καὶ [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ., ἰδίως κατὰ μετοχ., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν Ξεν. Ἀν. 1. 4, 5, κτλ.: ‒ ἀναστρέφον, τό, ἴδε [[ἀνακυκλικός]]. ΙΙΙ. παρὰ γραμμ., [[γράφω]] κατ᾿ ἀναστροφήν, ὡς π.χ. πέρι ἀντὶ περὶ Σχόλ. Ἑνετ. Ἰλ. Ι. 449. Β. Παθ., ἴδε ἀνωτ. Ι. ΙΙ. εἶμαι ἢ κατοικῶ ἔν τινι τόπῳ, ὡς τὸ Λατ. versari, [[ἀλλά]] τιν᾿ [[ἄλλην]] γαῖαν ἀναστρέψομαι, ἀλλὰ περιστρέφομαι εἰς [[ἄλλην]] τινὰ χώραν, Ὀδ. Ν. 326, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· ([[οὕτως]], ἀναστρέφειν [[πόδα]] ἐν γῇ Εὐρ. Ἱππ. 1176)· ἀναστρέφεσθαι ἔν Ἄργει ὁ αὐτ. Τρῳ. 993· ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 558Α· ἀν. [[ταύτῃ]] Θουκ. 8. 94· ἐν εὐφροσύναις Ξεν. Ἀγησ. 9. 4· ἐν τοῖς ἤθεσι Πλάτ. Νόμ. 865Ε: ‒ [[οὕτως]], ἀν. ἐν ξυμμαχίᾳ, διατελῶ ἐν συμμαχίᾳ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 2· ἀν. ἐν γεωργίᾳ, καταγίνομαι εἰς τὴν γεωργίαν..., ὁ αὐτ. Οἰκ. 5. 13· ἐπὶ κυνηγεσίαις Πολύβ. 32. 15, 19: ‒ [[καθόλου]], [[διάγω]], συμπεριφέρομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· θρασέως, ἀχαρίστως ἀν. εἴς τινα Πολύβ. 1. 9, 7., 25. 1, 10. 2) περιστρέφομαι, περιοδικῶς [[ἐπανέρχομαι]], ὡς ὁ [[ἥλιος]] ἐν τῷ οὐρανῷ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙΙ. ἐπὶ στρατιωτῶν, συναγείρομαι καὶ στρέφομαι κατὰ [[μέτωπον]] τοῦ ἐχθροῦ, [[ὅπως]] δεχθῶ τὴν ἔφοδον [[αὐτοῦ]] ἢ ἀντικρούσω αὐτόν, ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 10, 12, κτλ. 2) ἀνατρέπομαι, μετατρέπομαι, ἐμοὶ τοῦτ᾿ ἀνέστραπται ὁ αὐτ. Ἱέρ. 4. 5, πρβλ. Κύρ. 8. 8, 13, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5. 3) [[ἐπανέρχομαι]], γεννῶμαι [[πάλιν]], ἐκ γῆς [[πάλιν]] ἀναστρεφόμενον Πλάτ. Πολιτικ. 271Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 20.
}}
{{bailly
|btext=<b>A.</b> ([[ἀνά]], en haut) tourner sens dessus dessous : δίφρους IL renverser des chars ; τὴν πόαν XÉN retourner l’herbe (en labourant) ; <i>Pass.</i> [[ὄρος]] ἀνεστραμμένον HDT montagne qu’on a bouleversée (pour en exploiter les mines);<br /><b>B.</b> ([[ἀνά]], en revenant sur ses pas);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> ramener : τινα [[ἐξ]] ᾋδου SOPH ramener qqn des enfers ; <i>particul.</i> rallier des soldats;<br /><b>2</b> tourner et retourner : πόδα EUR son pied, <i>càd</i> aller et venir, circuler;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> revenir sur ses pas, revenir ; <i>fig.</i> reprendre son récit par le commencement;<br /><b>2</b> faire volte-face;<br /><b>3</b> tourner d’arrière en avant;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναστρέφομαι;<br /><b>1</b> tourner autour, accomplir sa révolution <i>en parl. du soleil</i>;<br /><b>2</b> faire volte-face;<br /><b>3</b> aller et venir, circuler, fréquenter, vivre habituellement : [[ἐν]] [[τῷ]] φανερῷ XÉN au grand jour ; vivre de tel ou tel genre de vie : [[ἐν]] [[τῇ]] γεωργίᾳ XÉN adonné à l’agriculture ; <i>p. ext.</i> se comporter : [[ὡς]] [[δεσπότης]] XÉN en maître;<br /><b>4</b> aller et venir dans ; se trouver transporté dans : γαῖαν OD dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στρέφω]].
}}
}}