καλλύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλύνω''': ῡ, (καλὸς) [[ἐξωραΐζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - [[καθαρίζω]] [[καλῶς]], σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ [[πλατεῖα]] Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν ([[τουτέστι]] κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν [[πρᾶγμα]], [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. [[καλλωπίζω]] ΙΙ. 2.
|lstext='''καλλύνω''': ῡ, (καλὸς) [[ἐξωραΐζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - [[καθαρίζω]] [[καλῶς]], σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ [[πλατεῖα]] Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν ([[τουτέστι]] κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν [[πρᾶγμα]], [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. [[καλλωπίζω]] ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> parer d’un beau prétexte <i>ou</i> d’un beau nom;<br /><b>2</b> orner, parer, embellir;<br /><i><b>Moy.</b></i> καλλύνομαι se glorifier : [[ἐπί]] τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλύνω Medium diacritics: καλλύνω Low diacritics: καλλύνω Capitals: ΚΑΛΛΥΝΩ
Transliteration A: kallýnō Transliteration B: kallynō Transliteration C: kallyno Beta Code: kallu/nw

English (LSJ)

(καλός)

   A beautify, νέα πρόσωπα S.Fr.871.6:—Pass., Plot.6.1.20; λίθῳ Λακαίνῃ Them.Or.18.223a.    2 metaph., gloss over, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ S.Ant.496; εὐδιάβολον κακὸν κ. Pl. Lg.944b.    3 Med., pride oneself in a thing, Id.Ap.20c; ἐπί τινι Ael.VH3.19.    II sweep clean, Arist.Pr.936b27, UPZ79.17 (ii B.C.); ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται [ἡ πλατεῖα] Plb.6.33.4.

German (Pape)

[Seite 1312] schön machen, schmücken; vom Monde Soph. frg. 713 πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη; reinigen, ausfegen, Poll. 6, 94; Arist. probl. 24, 8, wie pass., Pol. 6, 33, 4. – Uebertr., beschönigen, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ὰλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Soph. Ant. 492; εὐδιάβολον κακόν Plat. Legg. XII, 944 b. – Med. schön thun, sich zieren, prunken, neben ἁβρύνομαι Plat. Apol. 20 c; ἐπί τινι Ael. V. H. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλύνω: ῡ, (καλὸς) ἐξωραΐζω, Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - καθαρίζω καλῶς, σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ πλατεῖα Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν (τουτέστι κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. ὡσαύτως, προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν πρᾶγμα, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. καλλωπίζω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

1 parer d’un beau prétexte ou d’un beau nom;
2 orner, parer, embellir;
Moy. καλλύνομαι se glorifier : ἐπί τινι, de qch.
Étymologie: κάλλος.