ἄνισον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνῑσον''': τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ [[ἄνηθον]]· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63. | |lstext='''ἄνῑσον''': τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ [[ἄνηθον]]· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἄννησον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A v. ἄννησον.
German (Pape)
[Seite 238] τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηθον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῑσον: τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ ἄνηθον· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63.
Spanish (DGE)
v. ἄννησον.