ἀδικία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδῐκία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ [[ἀδικία]], [[πλημμέλημα]], ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ [[μᾶλλον]] ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀδίκημα]], [[ἄδικος]] [[πρᾶξις]], [[ζημία]], Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.
|lstext='''ἀδῐκία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ [[ἀδικία]], [[πλημμέλημα]], ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ [[μᾶλλον]] ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀδίκημα]], [[ἄδικος]] [[πρᾶξις]], [[ζημία]], Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />injustice, tort, faute ; τῆς πόλεως DÉM envers l’État ; [[περί]] τινα XÉN envers qqn ; ἀδικίης <i>(ion.)</i> ἄρχειν HDT être l’agresseur, l’offenseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄδικος]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδικία Medium diacritics: ἀδικία Low diacritics: αδικία Capitals: ΑΔΙΚΙΑ
Transliteration A: adikía Transliteration B: adikia Transliteration C: adikia Beta Code: a)diki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A wrongdoing, injustice, ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg.477c, al.; τύχἡ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1; 'foul' in racing, Anon.in SE30.15.    II wrongful act, offence, Hdt.6.136; καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.1.3:—in pl., Pl.Phd.82a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ ἀδικία, πλημμέλημα, ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ ἀδίκημα, ἄδικος πρᾶξις, ζημία, Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
injustice, tort, faute ; τῆς πόλεως DÉM envers l’État ; περί τινα XÉN envers qqn ; ἀδικίης (ion.) ἄρχειν HDT être l’agresseur, l’offenseur.
Étymologie: ἄδικος.