τελεσσίτοκος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_16) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελεσσίτοκος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0. | |lstext='''τελεσσίτοκος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τελεσίτοκος]], -ον, Α<br />[[τελειοτόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μνησί</i>-<i>τοκος</i>, με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, Ep. for Τελεσίτ-,
A completing the birth, Nonn.D.48.890.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίτοκος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0.
Greek Monolingual
και τελεσίτοκος, -ον, Α
τελειοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί-τοκος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].